Translation meaning & definition of the word "closeness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Closeness
[Ευγένεια]/kloʊsnɪs/
noun
1. A feeling of being intimate and belonging together
- "Their closeness grew as the night wore on"
- synonym:
- closeness ,
- intimacy
1. Αίσθηση ότι είστε οικείοι και ανήκετε μαζί
- "Η εγγύτητά τους μεγάλωσε καθώς η νύχτα φορούσε"
- συνώνυμο:
- εγγύτητα ,
- οικειότητα
2. The quality of being close and poorly ventilated
- synonym:
- stuffiness ,
- closeness
2. Η ποιότητα του να είσαι κοντά και να αερίζεσαι ανεπαρκώς
- συνώνυμο:
- αποπνικτικότητα ,
- εγγύτητα
3. The spatial property resulting from a relatively small distance
- "The sudden closeness of the dock sent him into action"
- synonym:
- nearness ,
- closeness
3. Η χωρική ιδιότητα που προκύπτει από σχετικά μικρή απόσταση
- "Η ξαφνική εγγύτητα της αποβάθρας τον έστειλε σε δράση"
- συνώνυμο:
- εγγύτητα
4. Extreme stinginess
- synonym:
- meanness ,
- minginess ,
- niggardliness ,
- niggardness ,
- parsimony ,
- parsimoniousness ,
- tightness ,
- tightfistedness ,
- closeness
4. Ακραία τσούξιμο
- συνώνυμο:
- κακία ,
- αναποφλοίωτο ,
- απροσεξία ,
- αναβρασμόσ ,
- παραλήρημα ,
- αναλγησία ,
- σφίξιμο ,
- εγγύτητα
5. Characterized by a lack of openness (especially about one's actions or purposes)
- synonym:
- closeness ,
- secretiveness
5. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη διαφάνειας (ειδικά για τις ενέργειες ή τους σκοπούς ενός ατόμου)
- συνώνυμο:
- εγγύτητα ,
- μυστικότητα
6. Close or warm friendship
- "The absence of fences created a mysterious intimacy in which no one knew privacy"
- synonym:
- familiarity ,
- intimacy ,
- closeness
6. Κλείσιμο ή ζεστή φιλία
- "Η απουσία φρακτών δημιούργησε μια μυστηριώδη οικειότητα στην οποία κανείς δεν γνώριζε την ιδιωτικότητα"
- συνώνυμο:
- οικειότητα ,
- εγγύτητα