Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "closed" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειστή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Closed

[Κλειστό]
/kloʊzd/

adjective

1. Not open or affording passage or access

  • "The many closed streets made travel difficult"
  • "Our neighbors peeped from behind closed curtains"
    synonym:
  • closed

1. Μη ανοικτή ή παρέχοντας τη μετάβαση ή την πρόσβαση

  • "Οι πολλοί κλειστοί δρόμοι έκαναν δύσκολα τα ταξίδια"
  • "Οι γείτονές μας κρυφοκοιτάζουν πίσω από κλειστές κουρτίνες"
    συνώνυμο:
  • κλειστός

2. (set theory) of an interval that contains both its endpoints

    synonym:
  • closed

2. Θεωρία (σετ ) ενός διαστήματος που περιέχει και τα δύο τελικά σημεία του

    συνώνυμο:
  • κλειστός

3. Not open

  • "The door slammed shut"
    synonym:
  • shut
  • ,
  • unopen
  • ,
  • closed

3. Δεν είναι ανοιχτό

  • "Η πόρτα έκλεισε"
    συνώνυμο:
  • κλείνω
  • ,
  • ανοιχτό
  • ,
  • κλειστός

4. Used especially of mouth or eyes

  • "He sat quietly with closed eyes"
  • "His eyes were shut against the sunlight"
    synonym:
  • closed
  • ,
  • shut

4. Χρησιμοποιείται ειδικά στο στόμα ή στα μάτια

  • "Κάθησε ήσυχα με κλειστά μάτια"
  • "Τα μάτια του ήταν κλειστά στο φως του ήλιου"
    συνώνυμο:
  • κλειστός
  • ,
  • κλείνω

5. Requiring union membership

  • "A closed shop"
    synonym:
  • closed(a)

5. Απαιτείται ένταξη στην ένωση

  • "Κλειστό κατάστημα"
    συνώνυμο:
  • κλειστού(

6. With shutters closed

    synonym:
  • closed

6. Με τα παραθυρόφυλλα κλειστά

    συνώνυμο:
  • κλειστός

7. Not open to the general public

  • "A closed meeting"
    synonym:
  • closed

7. Δεν είναι ανοιχτό στο ευρύ κοινό

  • "Κλειστή συνάντηση"
    συνώνυμο:
  • κλειστός

8. Not having an open mind

  • "A closed mind unreceptive to new ideas"
    synonym:
  • closed
  • ,
  • unsympathetic

8. Δεν έχει ανοιχτό μυαλό

  • "Ένα κλειστό μυαλό απρόσεκτο σε νέες ιδέες"
    συνώνυμο:
  • κλειστός
  • ,
  • ασυμπαθητική

9. Blocked against entry

  • "A closed porch"
    synonym:
  • closed
  • ,
  • closed in(p)

9. Μπλοκαρισμένος από την είσοδο

  • "Μια κλειστή βεράντα"
    συνώνυμο:
  • κλειστός
  • ,
  • κλειστό στο()

Examples of using

"Just close your eyes," whispered Tom, and when Mary closed her eyes, he kissed her softly on the lips.
"Απλά κλείσε τα μάτια σου", ψιθύρισε ο Τομ, και όταν η Μαρία έκλεισε τα μάτια της, τη φίλησε απαλά στα χείλη.
"Close your eyes for a minute," Tom whispered. Mary closed her eyes and Tom gave her a gentle kiss on the lips.
"Κλείσε τα μάτια σου για ένα λεπτό", ψιθύρισε ο Τομ. Η Μαίρη έκλεισε τα μάτια της και ο Τομ της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.
Tom entered the room and closed the door.
Ο Τομ μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.