Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "close" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Close

[Κλείσιμο]
/kloʊs/

noun

1. The temporal end

  • The concluding time
  • "The stopping point of each round was signaled by a bell"
  • "The market was up at the finish"
  • "They were playing better at the close of the season"
    synonym:
  • stopping point
  • ,
  • finale
  • ,
  • finis
  • ,
  • finish
  • ,
  • last
  • ,
  • conclusion
  • ,
  • close

1. Το χρονικό τέλος

  • Ο τελικός χρόνος
  • "Το σημείο διακοπής κάθε γύρου σηματοδοτήθηκε από ένα κουδούνι"
  • "Η αγορά είχε ανέβει στο τέλος"
  • "Παίζουν καλύτερα στο τέλος της σεζόν"
    συνώνυμο:
  • σημείο διακοπής
  • ,
  • φινάλε
  • ,
  • φίνις
  • ,
  • τελειώνω
  • ,
  • τελευταίος
  • ,
  • συμπέρασμα
  • ,
  • κοντά

2. The last section of a communication

  • "In conclusion i want to say..."
    synonym:
  • conclusion
  • ,
  • end
  • ,
  • close
  • ,
  • closing
  • ,
  • ending

2. Το τελευταίο τμήμα μιας επικοινωνίας

  • "Συμπερασματικά θέλω να πω..."
    συνώνυμο:
  • συμπέρασμα
  • ,
  • τέλος
  • ,
  • κοντά
  • ,
  • κλείσιμο
  • ,
  • τελειώνω

3. The concluding part of any performance

    synonym:
  • finale
  • ,
  • close
  • ,
  • closing curtain
  • ,
  • finis

3. Το τελικό μέρος οποιασδήποτε απόδοσης

    συνώνυμο:
  • φινάλε
  • ,
  • κοντά
  • ,
  • κουρτίνα κλεισίματος
  • ,
  • φίνις

verb

1. Move so that an opening or passage is obstructed

  • Make shut
  • "Close the door"
  • "Shut the window"
    synonym:
  • close
  • ,
  • shut

1. Μετακινήστε έτσι ώστε να εμποδίζεται ένα άνοιγμα ή μια δίοδο

  • Κλείνω
  • "Κλείσε την πόρτα"
  • "Κλείστε το παράθυρο"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • κλείνω

2. Become closed

  • "The windows closed with a loud bang"
    synonym:
  • close
  • ,
  • shut

2. Κλείνω

  • "Τα παράθυρα έκλεισαν με ένα δυνατό κτύπημα"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • κλείνω

3. Cease to operate or cause to cease operating

  • "The owners decided to move and to close the factory"
  • "My business closes every night at 8 p.m."
  • "Close up the shop"
    synonym:
  • close up
  • ,
  • close
  • ,
  • fold
  • ,
  • shut down
  • ,
  • close down

3. Πάψτε να λειτουργείτε ή προκαλέστε την παύση λειτουργίας

  • "Οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να μετακινηθούν και να κλείσουν το εργοστάσιο"
  • "Η επιχείρησή μου κλείνει κάθε βράδυ στις 8 μ.μ."
  • "Κλείστε το μαγαζί"
    συνώνυμο:
  • κλείνω
  • ,
  • κοντά
  • ,
  • πτυχώ

4. Finish or terminate (meetings, speeches, etc.)

  • "The meeting was closed with a charge by the chairman of the board"
    synonym:
  • close

4. Τερματίστε ή τερματίστε (συναντήσεις, ομιλίες, κλπ.)

  • "Η συνάντηση έκλεισε με κατηγορία του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου"
    συνώνυμο:
  • κοντά

5. Come to a close

  • "The concert closed with a nocturne by chopin"
    synonym:
  • conclude
  • ,
  • close

5. Πλησιάζω

  • "Η συναυλία έκλεισε με ένα νυχτερινό του σοπέν"
    συνώνυμο:
  • συμπεραίνω
  • ,
  • κοντά

6. Complete a business deal, negotiation, or an agreement

  • "We closed on the house on friday"
  • "They closed the deal on the building"
    synonym:
  • close

6. Ολοκληρώστε μια επιχειρηματική συμφωνία, διαπραγμάτευση ή συμφωνία

  • "Κλείσαμε την παρασκευή"
  • "Κλείνουν τη συμφωνία για το κτίριο"
    συνώνυμο:
  • κοντά

7. Be priced or listed when trading stops

  • "The stock market closed high this friday"
  • "My new stocks closed at $59 last night"
    synonym:
  • close

7. Να τιμολογείται ή να αναγράφεται όταν σταματά η διαπραγμάτευση

  • "Το χρηματιστήριο έκλεισε ψηλά αυτή την παρασκευή"
  • "Τα νέα μου αποθέματα έκλεισαν στο $59 χθες το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • κοντά

8. Engage at close quarters

  • "Close with the enemy"
    synonym:
  • close

8. Συμμετοχή σε κοντινά τρίμηνα

  • "Κλείστε με τον εχθρό"
    συνώνυμο:
  • κοντά

9. Cause a window or an application to disappear on a computer desktop

    synonym:
  • close

9. Προκαλέστε την εξαφάνιση ενός παραθύρου ή μιας εφαρμογής σε μια επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή

    συνώνυμο:
  • κοντά

10. Change one's body stance so that the forward shoulder and foot are closer to the intended point of impact

    synonym:
  • close

10. Αλλάξτε τη στάση του σώματος, έτσι ώστε ο μπροστινός ώμος και το πόδι να είναι πιο κοντά στο επιδιωκόμενο σημείο πρόσκρουσης

    συνώνυμο:
  • κοντά

11. Come together, as if in an embrace

  • "Her arms closed around her long lost relative"
    synonym:
  • close
  • ,
  • come together

11. Ελάτε μαζί, σαν σε μια αγκαλιά

  • "Τα χέρια της έκλεισαν γύρω από τον χαμένο συγγενή της"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • ελάτε μαζί

12. Draw near

  • "The probe closed with the space station"
    synonym:
  • close

12. Πλησιάζω

  • "Ο καθετήρας έκλεισε με το διαστημικό σταθμό"
    συνώνυμο:
  • κοντά

13. Bring together all the elements or parts of

  • "Management closed ranks"
    synonym:
  • close

13. Συγκεντρώστε όλα τα στοιχεία ή τα μέρη του

  • "Διαχείριση κλειστές τάξεις"
    συνώνυμο:
  • κοντά

14. Bar access to

  • "Due to the accident, the road had to be closed for several hours"
    synonym:
  • close

14. Μπαρ πρόσβαση σε

  • "Λόγω του ατυχήματος, ο δρόμος έπρεπε να κλείσει για αρκετές ώρες"
    συνώνυμο:
  • κοντά

15. Fill or stop up

  • "Can you close the cracks with caulking?"
    synonym:
  • close
  • ,
  • fill up

15. Συμπληρώστε ή σταματήστε

  • "Μπορείτε να κλείσετε τις ρωγμές με καλαφάτισμα?"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • γεμίζω

16. Unite or bring into contact or bring together the edges of

  • "Close the circuit"
  • "Close a wound"
  • "Close a book"
  • "Close up an umbrella"
    synonym:
  • close up
  • ,
  • close

16. Ενώστε ή φέρτε σε επαφή ή συγκεντρώστε τις άκρες του

  • "Κλείστε το κύκλωμα"
  • "Κλείστε μια πληγή"
  • "Κλείστε ένα βιβλίο"
  • "Κλείστε μια ομπρέλα"
    συνώνυμο:
  • κλείνω
  • ,
  • κοντά

17. Finish a game in baseball by protecting a lead

  • "The relief pitcher closed with two runs in the second inning"
    synonym:
  • close

17. Τελειώστε ένα παιχνίδι στο μπέιζμπολ προστατεύοντας ένα μόλυβδο

  • "Η στάμνα ανακούφισης έκλεισε με δύο τρεξίματα στη δεύτερη πρωί"
    συνώνυμο:
  • κοντά

adjective

1. At or within a short distance in space or time or having elements near each other

  • "Close to noon"
  • "How close are we to town?"
  • "A close formation of ships"
    synonym:
  • close

1. Σε ή σε μικρή απόσταση στο χώρο ή το χρόνο ή έχοντας στοιχεία κοντά το ένα στο άλλο

  • "Κοντά στο μεσημέρι"
  • "Πόσο κοντά είμαστε στην πόλη?"
  • "Στενός σχηματισμός πλοίων"
    συνώνυμο:
  • κοντά

2. Close in relevance or relationship

  • "A close family"
  • "We are all...in close sympathy with..."
  • "Close kin"
  • "A close resemblance"
    synonym:
  • close

2. Κλείστε σε συνάφεια ή σχέση

  • "Στενή οικογένεια"
  • "Είμαστε όλοι σε στενή συμπάθεια με..."
  • "Κλειστός συγγενής"
  • "Στενή ομοιότητα"
    συνώνυμο:
  • κοντά

3. Not far distant in time or space or degree or circumstances

  • "Near neighbors"
  • "In the near future"
  • "They are near equals"
  • "His nearest approach to success"
  • "A very near thing"
  • "A near hit by the bomb"
  • "She was near tears"
  • "She was close to tears"
  • "Had a close call"
    synonym:
  • near
  • ,
  • close
  • ,
  • nigh

3. Δεν είναι πολύ μακριά σε χρόνο ή χώρο ή βαθμό ή περιστάσεις

  • "Κοντά στους γείτονες"
  • "Στο άμεσο μέλλον"
  • "Είναι κοντά σε ίσους"
  • "Η πιο κοντινή προσέγγιση της επιτυχίας"
  • "Πολύ κοντά"
  • "Ένα χτύπημα από τη βόμβα"
  • "Ήταν κοντά σε δάκρυα"
  • "Ήταν κοντά σε δάκρυα"
  • "Είχα μια στενή κλήση"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • νιγκ

4. Rigorously attentive

  • Strict and thorough
  • "Close supervision"
  • "Paid close attention"
  • "A close study"
  • "Kept a close watch on expenditures"
    synonym:
  • close

4. Αυστηρά προσεκτικός

  • Αυστηρός και εμπεριστατωμένος
  • "Κλειστή επίβλεψη"
  • "Πλήρωσε ιδιαίτερη προσοχή"
  • "Στενή μελέτη"
  • "Παρακολουθήστε στενά τις δαπάνες"
    συνώνυμο:
  • κοντά

5. Marked by fidelity to an original

  • "A close translation"
  • "A faithful copy of the portrait"
  • "A faithful rendering of the observed facts"
    synonym:
  • close
  • ,
  • faithful

5. Χαρακτηρίζεται από πιστότητα σε ένα πρωτότυπο

  • "Στενή μετάφραση"
  • "Ένα πιστό αντίγραφο του πορτρέτου"
  • "Μια πιστή απόδοση των παρατηρούμενων γεγονότων"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • πιστός

6. (of a contest or contestants) evenly matched

  • "A close contest"
  • "A close election"
  • "A tight game"
    synonym:
  • close
  • ,
  • tight

6. ( ενός διαγωνισμού ή διαγωνιζόμενοι) ομοιόμορφα ταιριάζει

  • "Στενός διαγωνισμός"
  • "Κλειστές εκλογές"
  • "Σφιχτό παιχνίδι"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • σφιχτός

7. Crowded

  • "Close quarters"
    synonym:
  • close
  • ,
  • confining

7. Γεμάτος

  • "Κλειστά τέταρτα"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • περιορίζω

8. Lacking fresh air

  • "A dusty airless attic"
  • "The dreadfully close atmosphere"
  • "Hot and stuffy and the air was blue with smoke"
    synonym:
  • airless
  • ,
  • close
  • ,
  • stuffy
  • ,
  • unaired

8. Λείπει ο καθαρός αέρας

  • "Μια σκονισμένη σοφίτα χωρίς αέρα"
  • "Η φρικτή κλειστή ατμόσφαιρα"
  • "Ζεστό και βουλωμένο και ο αέρας ήταν μπλε με καπνό"
    συνώνυμο:
  • αέρασ
  • ,
  • κοντά
  • ,
  • αποπνικτικός
  • ,
  • απαράμιλλοσ

9. Of textiles

  • "A close weave"
  • "Smooth percale with a very tight weave"
    synonym:
  • close
  • ,
  • tight

9. Υφάσματα

  • "Στενή ύφανση"
  • "Λείο με μια πολύ σφιχτή ύφανση"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • σφιχτός

10. Strictly confined or guarded

  • "Kept under close custody"
    synonym:
  • close

10. Αυστηρά περιορισμένος ή φυλαγμένος

  • "Συνελήφθη υπό στενή κράτηση"
    συνώνυμο:
  • κοντά

11. Confined to specific persons

  • "A close secret"
    synonym:
  • close

11. Περιορίζεται σε συγκεκριμένα άτομα

  • "Στενό μυστικό"
    συνώνυμο:
  • κοντά

12. Fitting closely but comfortably

  • "A close fit"
    synonym:
  • close
  • ,
  • snug
  • ,
  • close-fitting

12. Τοποθετήστε στενά αλλά άνετα

  • "Στενή εφαρμογή"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • αποσπώ
  • ,
  • κλείσιμο

13. Used of hair or haircuts

  • "A close military haircut"
    synonym:
  • close

13. Χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τα κούρεμα

  • "Στενό στρατιωτικό κούρεμα"
    συνώνυμο:
  • κοντά

14. Giving or spending with reluctance

  • "Our cheeseparing administration"
  • "Very close (or near) with his money"
  • "A penny-pinching miserly old man"
    synonym:
  • cheeseparing
  • ,
  • close
  • ,
  • near
  • ,
  • penny-pinching
  • ,
  • skinny

14. Δίνοντας ή ξοδεύοντας με απροθυμία

  • "Η τυροκομική μας διοίκηση"
  • "Πολύ κοντά ( κοντά) με τα χρήματά του"
  • "Μια δεκάρα που τραβάει άσχημα γέρος"
    συνώνυμο:
  • τσιτσιρίζω
  • ,
  • κοντά
  • ,
  • πεντάδα
  • ,
  • κοκαλιάρησ

15. Inclined to secrecy or reticence about divulging information

  • "Although they knew her whereabouts her friends kept close about it"
    synonym:
  • close
  • ,
  • closelipped
  • ,
  • closemouthed
  • ,
  • secretive
  • ,
  • tightlipped

15. Τείνουν να μυστικοποιούνται ή να επαναλαμβάνονται σχετικά με την αποκάλυψη πληροφοριών

  • "Αν και την ήξεραν πού βρίσκονταν οι φίλοι της που την κρατούσαν κοντά"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • πλακόστρωτο
  • ,
  • απομονωμένο
  • ,
  • μυστικοπαθής
  • ,
  • σφιχτόσ

adverb

1. Near in time or place or relationship

  • "As the wedding day drew near"
  • "Stood near the door"
  • "Don't shoot until they come near"
  • "Getting near to the true explanation"
  • "Her mother is always near"
  • "The end draws nigh"
  • "The bullet didn't come close"
  • "Don't get too close to the fire"
    synonym:
  • near
  • ,
  • nigh
  • ,
  • close

1. Κοντά στο χρόνο ή τον τόπο ή τη σχέση

  • "Καθώς πλησίαζε η ημέρα του γάμου"
  • "Καταλαβαίνω κοντά στην πόρτα"
  • "Μην πυροβολείτε μέχρι να πλησιάσουν"
  • "Πλησιάζοντας στην πραγματική εξήγηση"
  • "Η μητέρα της είναι πάντα κοντά"
  • "Το τέλος πλησιάζει"
  • "Η σφαίρα δεν πλησίασε"
  • "Μην πλησιάζεις πολύ τη φωτιά"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • νιγκ

2. In an attentive manner

  • "He remained close on his guard"
    synonym:
  • close
  • ,
  • closely
  • ,
  • tight

2. Με προσεκτικό τρόπο

  • "Παρέμεινε κοντά στη φρουρά του"
    συνώνυμο:
  • κοντά
  • ,
  • στενά
  • ,
  • σφιχτός

Examples of using

I don't like to sit too close to the screen.
Δεν μου αρέσει να κάθομαι πολύ κοντά στην οθόνη.
Tom and Mary are close relatives.
Ο Τομ και η Μαίρη είναι στενοί συγγενείς.
Tom pulled Mary into his arms and held her close.
Ο Τομ τράβηξε τη Μαίρη στην αγκαλιά του και την κράτησε κοντά.