Translation meaning & definition of the word "close" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα
Close
[Κλείσιμο]noun
1. The temporal end
- The concluding time
- "The stopping point of each round was signaled by a bell"
- "The market was up at the finish"
- "They were playing better at the close of the season"
- synonym:
- stopping point ,
- finale ,
- finis ,
- finish ,
- last ,
- conclusion ,
- close
1. Το χρονικό τέλος
- Ο τελικός χρόνος
- "Το σημείο διακοπής κάθε γύρου σηματοδοτήθηκε από ένα κουδούνι"
- "Η αγορά είχε ανέβει στο τέλος"
- "Παίζουν καλύτερα στο τέλος της σεζόν"
- συνώνυμο:
- σημείο διακοπής ,
- φινάλε ,
- φίνις ,
- τελειώνω ,
- τελευταίος ,
- συμπέρασμα ,
- κοντά
2. The last section of a communication
- "In conclusion i want to say..."
- synonym:
- conclusion ,
- end ,
- close ,
- closing ,
- ending
2. Το τελευταίο τμήμα μιας επικοινωνίας
- "Συμπερασματικά θέλω να πω..."
- συνώνυμο:
- συμπέρασμα ,
- τέλος ,
- κοντά ,
- κλείσιμο ,
- τελειώνω
3. The concluding part of any performance
- synonym:
- finale ,
- close ,
- closing curtain ,
- finis
3. Το τελικό μέρος οποιασδήποτε απόδοσης
- συνώνυμο:
- φινάλε ,
- κοντά ,
- κουρτίνα κλεισίματος ,
- φίνις
verb
1. Move so that an opening or passage is obstructed
- Make shut
- "Close the door"
- "Shut the window"
- synonym:
- close ,
- shut
1. Μετακινήστε έτσι ώστε να εμποδίζεται ένα άνοιγμα ή μια δίοδο
- Κλείνω
- "Κλείσε την πόρτα"
- "Κλείστε το παράθυρο"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- κλείνω
2. Become closed
- "The windows closed with a loud bang"
- synonym:
- close ,
- shut
2. Κλείνω
- "Τα παράθυρα έκλεισαν με ένα δυνατό κτύπημα"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- κλείνω
3. Cease to operate or cause to cease operating
- "The owners decided to move and to close the factory"
- "My business closes every night at 8 p.m."
- "Close up the shop"
- synonym:
- close up ,
- close ,
- fold ,
- shut down ,
- close down
3. Πάψτε να λειτουργείτε ή προκαλέστε την παύση λειτουργίας
- "Οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν να μετακινηθούν και να κλείσουν το εργοστάσιο"
- "Η επιχείρησή μου κλείνει κάθε βράδυ στις 8 μ.μ."
- "Κλείστε το μαγαζί"
- συνώνυμο:
- κλείνω ,
- κοντά ,
- πτυχώ
4. Finish or terminate (meetings, speeches, etc.)
- "The meeting was closed with a charge by the chairman of the board"
- synonym:
- close
4. Τερματίστε ή τερματίστε (συναντήσεις, ομιλίες, κλπ.)
- "Η συνάντηση έκλεισε με κατηγορία του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- κοντά
5. Come to a close
- "The concert closed with a nocturne by chopin"
- synonym:
- conclude ,
- close
5. Πλησιάζω
- "Η συναυλία έκλεισε με ένα νυχτερινό του σοπέν"
- συνώνυμο:
- συμπεραίνω ,
- κοντά
6. Complete a business deal, negotiation, or an agreement
- "We closed on the house on friday"
- "They closed the deal on the building"
- synonym:
- close
6. Ολοκληρώστε μια επιχειρηματική συμφωνία, διαπραγμάτευση ή συμφωνία
- "Κλείσαμε την παρασκευή"
- "Κλείνουν τη συμφωνία για το κτίριο"
- συνώνυμο:
- κοντά
7. Be priced or listed when trading stops
- "The stock market closed high this friday"
- "My new stocks closed at $59 last night"
- synonym:
- close
7. Να τιμολογείται ή να αναγράφεται όταν σταματά η διαπραγμάτευση
- "Το χρηματιστήριο έκλεισε ψηλά αυτή την παρασκευή"
- "Τα νέα μου αποθέματα έκλεισαν στο $59 χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- κοντά
8. Engage at close quarters
- "Close with the enemy"
- synonym:
- close
8. Συμμετοχή σε κοντινά τρίμηνα
- "Κλείστε με τον εχθρό"
- συνώνυμο:
- κοντά
9. Cause a window or an application to disappear on a computer desktop
- synonym:
- close
9. Προκαλέστε την εξαφάνιση ενός παραθύρου ή μιας εφαρμογής σε μια επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή
- συνώνυμο:
- κοντά
10. Change one's body stance so that the forward shoulder and foot are closer to the intended point of impact
- synonym:
- close
10. Αλλάξτε τη στάση του σώματος, έτσι ώστε ο μπροστινός ώμος και το πόδι να είναι πιο κοντά στο επιδιωκόμενο σημείο πρόσκρουσης
- συνώνυμο:
- κοντά
11. Come together, as if in an embrace
- "Her arms closed around her long lost relative"
- synonym:
- close ,
- come together
11. Ελάτε μαζί, σαν σε μια αγκαλιά
- "Τα χέρια της έκλεισαν γύρω από τον χαμένο συγγενή της"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- ελάτε μαζί
12. Draw near
- "The probe closed with the space station"
- synonym:
- close
12. Πλησιάζω
- "Ο καθετήρας έκλεισε με το διαστημικό σταθμό"
- συνώνυμο:
- κοντά
13. Bring together all the elements or parts of
- "Management closed ranks"
- synonym:
- close
13. Συγκεντρώστε όλα τα στοιχεία ή τα μέρη του
- "Διαχείριση κλειστές τάξεις"
- συνώνυμο:
- κοντά
14. Bar access to
- "Due to the accident, the road had to be closed for several hours"
- synonym:
- close
14. Μπαρ πρόσβαση σε
- "Λόγω του ατυχήματος, ο δρόμος έπρεπε να κλείσει για αρκετές ώρες"
- συνώνυμο:
- κοντά
15. Fill or stop up
- "Can you close the cracks with caulking?"
- synonym:
- close ,
- fill up
15. Συμπληρώστε ή σταματήστε
- "Μπορείτε να κλείσετε τις ρωγμές με καλαφάτισμα?"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- γεμίζω
16. Unite or bring into contact or bring together the edges of
- "Close the circuit"
- "Close a wound"
- "Close a book"
- "Close up an umbrella"
- synonym:
- close up ,
- close
16. Ενώστε ή φέρτε σε επαφή ή συγκεντρώστε τις άκρες του
- "Κλείστε το κύκλωμα"
- "Κλείστε μια πληγή"
- "Κλείστε ένα βιβλίο"
- "Κλείστε μια ομπρέλα"
- συνώνυμο:
- κλείνω ,
- κοντά
17. Finish a game in baseball by protecting a lead
- "The relief pitcher closed with two runs in the second inning"
- synonym:
- close
17. Τελειώστε ένα παιχνίδι στο μπέιζμπολ προστατεύοντας ένα μόλυβδο
- "Η στάμνα ανακούφισης έκλεισε με δύο τρεξίματα στη δεύτερη πρωί"
- συνώνυμο:
- κοντά
adjective
1. At or within a short distance in space or time or having elements near each other
- "Close to noon"
- "How close are we to town?"
- "A close formation of ships"
- synonym:
- close
1. Σε ή σε μικρή απόσταση στο χώρο ή το χρόνο ή έχοντας στοιχεία κοντά το ένα στο άλλο
- "Κοντά στο μεσημέρι"
- "Πόσο κοντά είμαστε στην πόλη?"
- "Στενός σχηματισμός πλοίων"
- συνώνυμο:
- κοντά
2. Close in relevance or relationship
- "A close family"
- "We are all...in close sympathy with..."
- "Close kin"
- "A close resemblance"
- synonym:
- close
2. Κλείστε σε συνάφεια ή σχέση
- "Στενή οικογένεια"
- "Είμαστε όλοι σε στενή συμπάθεια με..."
- "Κλειστός συγγενής"
- "Στενή ομοιότητα"
- συνώνυμο:
- κοντά
3. Not far distant in time or space or degree or circumstances
- "Near neighbors"
- "In the near future"
- "They are near equals"
- "His nearest approach to success"
- "A very near thing"
- "A near hit by the bomb"
- "She was near tears"
- "She was close to tears"
- "Had a close call"
- synonym:
- near ,
- close ,
- nigh
3. Δεν είναι πολύ μακριά σε χρόνο ή χώρο ή βαθμό ή περιστάσεις
- "Κοντά στους γείτονες"
- "Στο άμεσο μέλλον"
- "Είναι κοντά σε ίσους"
- "Η πιο κοντινή προσέγγιση της επιτυχίας"
- "Πολύ κοντά"
- "Ένα χτύπημα από τη βόμβα"
- "Ήταν κοντά σε δάκρυα"
- "Ήταν κοντά σε δάκρυα"
- "Είχα μια στενή κλήση"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- νιγκ
4. Rigorously attentive
- Strict and thorough
- "Close supervision"
- "Paid close attention"
- "A close study"
- "Kept a close watch on expenditures"
- synonym:
- close
4. Αυστηρά προσεκτικός
- Αυστηρός και εμπεριστατωμένος
- "Κλειστή επίβλεψη"
- "Πλήρωσε ιδιαίτερη προσοχή"
- "Στενή μελέτη"
- "Παρακολουθήστε στενά τις δαπάνες"
- συνώνυμο:
- κοντά
5. Marked by fidelity to an original
- "A close translation"
- "A faithful copy of the portrait"
- "A faithful rendering of the observed facts"
- synonym:
- close ,
- faithful
5. Χαρακτηρίζεται από πιστότητα σε ένα πρωτότυπο
- "Στενή μετάφραση"
- "Ένα πιστό αντίγραφο του πορτρέτου"
- "Μια πιστή απόδοση των παρατηρούμενων γεγονότων"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- πιστός
6. (of a contest or contestants) evenly matched
- "A close contest"
- "A close election"
- "A tight game"
- synonym:
- close ,
- tight
6. ( ενός διαγωνισμού ή διαγωνιζόμενοι) ομοιόμορφα ταιριάζει
- "Στενός διαγωνισμός"
- "Κλειστές εκλογές"
- "Σφιχτό παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- σφιχτός
7. Crowded
- "Close quarters"
- synonym:
- close ,
- confining
7. Γεμάτος
- "Κλειστά τέταρτα"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- περιορίζω
8. Lacking fresh air
- "A dusty airless attic"
- "The dreadfully close atmosphere"
- "Hot and stuffy and the air was blue with smoke"
- synonym:
- airless ,
- close ,
- stuffy ,
- unaired
8. Λείπει ο καθαρός αέρας
- "Μια σκονισμένη σοφίτα χωρίς αέρα"
- "Η φρικτή κλειστή ατμόσφαιρα"
- "Ζεστό και βουλωμένο και ο αέρας ήταν μπλε με καπνό"
- συνώνυμο:
- αέρασ ,
- κοντά ,
- αποπνικτικός ,
- απαράμιλλοσ
9. Of textiles
- "A close weave"
- "Smooth percale with a very tight weave"
- synonym:
- close ,
- tight
9. Υφάσματα
- "Στενή ύφανση"
- "Λείο με μια πολύ σφιχτή ύφανση"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- σφιχτός
10. Strictly confined or guarded
- "Kept under close custody"
- synonym:
- close
10. Αυστηρά περιορισμένος ή φυλαγμένος
- "Συνελήφθη υπό στενή κράτηση"
- συνώνυμο:
- κοντά
11. Confined to specific persons
- "A close secret"
- synonym:
- close
11. Περιορίζεται σε συγκεκριμένα άτομα
- "Στενό μυστικό"
- συνώνυμο:
- κοντά
12. Fitting closely but comfortably
- "A close fit"
- synonym:
- close ,
- snug ,
- close-fitting
12. Τοποθετήστε στενά αλλά άνετα
- "Στενή εφαρμογή"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- αποσπώ ,
- κλείσιμο
13. Used of hair or haircuts
- "A close military haircut"
- synonym:
- close
13. Χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τα κούρεμα
- "Στενό στρατιωτικό κούρεμα"
- συνώνυμο:
- κοντά
14. Giving or spending with reluctance
- "Our cheeseparing administration"
- "Very close (or near) with his money"
- "A penny-pinching miserly old man"
- synonym:
- cheeseparing ,
- close ,
- near ,
- penny-pinching ,
- skinny
14. Δίνοντας ή ξοδεύοντας με απροθυμία
- "Η τυροκομική μας διοίκηση"
- "Πολύ κοντά ( κοντά) με τα χρήματά του"
- "Μια δεκάρα που τραβάει άσχημα γέρος"
- συνώνυμο:
- τσιτσιρίζω ,
- κοντά ,
- πεντάδα ,
- κοκαλιάρησ
15. Inclined to secrecy or reticence about divulging information
- "Although they knew her whereabouts her friends kept close about it"
- synonym:
- close ,
- closelipped ,
- closemouthed ,
- secretive ,
- tightlipped
15. Τείνουν να μυστικοποιούνται ή να επαναλαμβάνονται σχετικά με την αποκάλυψη πληροφοριών
- "Αν και την ήξεραν πού βρίσκονταν οι φίλοι της που την κρατούσαν κοντά"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- πλακόστρωτο ,
- απομονωμένο ,
- μυστικοπαθής ,
- σφιχτόσ
adverb
1. Near in time or place or relationship
- "As the wedding day drew near"
- "Stood near the door"
- "Don't shoot until they come near"
- "Getting near to the true explanation"
- "Her mother is always near"
- "The end draws nigh"
- "The bullet didn't come close"
- "Don't get too close to the fire"
- synonym:
- near ,
- nigh ,
- close
1. Κοντά στο χρόνο ή τον τόπο ή τη σχέση
- "Καθώς πλησίαζε η ημέρα του γάμου"
- "Καταλαβαίνω κοντά στην πόρτα"
- "Μην πυροβολείτε μέχρι να πλησιάσουν"
- "Πλησιάζοντας στην πραγματική εξήγηση"
- "Η μητέρα της είναι πάντα κοντά"
- "Το τέλος πλησιάζει"
- "Η σφαίρα δεν πλησίασε"
- "Μην πλησιάζεις πολύ τη φωτιά"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- νιγκ
2. In an attentive manner
- "He remained close on his guard"
- synonym:
- close ,
- closely ,
- tight
2. Με προσεκτικό τρόπο
- "Παρέμεινε κοντά στη φρουρά του"
- συνώνυμο:
- κοντά ,
- στενά ,
- σφιχτός