Translation meaning & definition of the word "clockwork" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρολόι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clockwork
[Ρολόι]/klɑkwərk/
noun
1. Any mechanism of geared wheels that is driven by a coiled spring
- Resembles the works of a mechanical clock
- synonym:
- clockwork
1. Οποιοσδήποτε μηχανισμός των προσανατολισμένων τροχών που οδηγείται από ένα περιτυλιγμένο ελατήριο
- Μοιάζει με τα έργα ενός μηχανικού ρολογιού
- συνώνυμο:
- ρολόι