Translation meaning & definition of the word "cloakroom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στολίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cloakroom
[Υπνοδωμάτιο]/kloʊkrum/
noun
1. A private lounge off of a legislative chamber
- synonym:
- cloakroom
1. Ένα ιδιωτικό σαλόνι μακριά από ένα νομοθετικό σώμα
- συνώνυμο:
- αίθουσα επένδυσησ
2. A room where coats and other articles can be left temporarily
- synonym:
- cloakroom ,
- coatroom
2. Ένα δωμάτιο όπου τα παλτά και άλλα άρθρα μπορούν να παραμείνουν προσωρινά
- συνώνυμο:
- αίθουσα επένδυσησ ,
- παλτό