Translation meaning & definition of the word "cloaked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλεμμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cloaked
[Κλειστό]/kloʊkt/
adjective
1. Having its true character concealed with the intent of misleading
- "Hidden agenda"
- "Masked threat"
- synonym:
- cloaked ,
- disguised ,
- masked
1. Έχοντας τον αληθινό του χαρακτήρα κρυμμένο με την πρόθεση της παραπλάνησης
- "Κρυφή ατζέντα"
- "Καλή απειλή"
- συνώνυμο:
- αποκρύπτω ,
- μεταμφιεσμένο ,
- μασκοφόρα
2. Covered with or as if with clothes or a wrap or cloak
- "Leaf-clothed trees"
- "Fog-cloaked meadows"
- "A beam draped with cobwebs"
- "Cloud-wrapped peaks"
- synonym:
- cloaked ,
- clothed ,
- draped ,
- mantled ,
- wrapped
2. Καλύπτεται με ή σαν με ρούχα ή περιτύλιγμα ή μανδύα
- "Φύλλα δέντρα"
- "Μαλακά λιβάδια"
- "Μια ακτίνα που είναι συνδεδεμένη με ιστούς αράχνης"
- "Τυλιγμένες στα νεφρά κορυφές"
- συνώνυμο:
- αποκρύπτω ,
- ντυμένο ,
- παρασυρμένοσ ,
- μανδύασ ,
- τυλιγμένος