Translation meaning & definition of the word "clitoris" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειτορίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clitoris
[Κλειτορίδα]/klaɪtɔrɪs/
noun
1. A female sexual organ homologous to the penis
- synonym:
- clitoris ,
- clit ,
- button
1. Ένα θηλυκό σεξουαλικό όργανο ομόλογο στο πέος
- συνώνυμο:
- κλειτορίδα ,
- κουμπί
Examples of using
Mary has the biggest clitoris I've ever seen.
Η Μαρία έχει τη μεγαλύτερη κλειτορίδα που έχω δει ποτέ.
The clitoris is the most sensitive organ of a woman.
Η κλειτορίδα είναι το πιο ευαίσθητο όργανο μιας γυναίκας.
I can't find my girlfriend's clitoris.
Δεν μπορώ να βρω την κλειτορίδα της φίλης μου.