Translation meaning & definition of the word "clique" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clique
[Κλισέ]/klik/
noun
1. An exclusive circle of people with a common purpose
- synonym:
- clique ,
- coterie ,
- ingroup ,
- inner circle ,
- pack ,
- camp
1. Ένας αποκλειστικός κύκλος ανθρώπων με κοινό σκοπό
- συνώνυμο:
- κλίκα ,
- επιτυχία ,
- εισαγωγή ,
- εσωτερικός κύκλος ,
- πακέτο ,
- στρατόπεδο