Translation meaning & definition of the word "clipper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιπέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clipper
[Κλίπερ]/klɪpər/
noun
1. (electronics) a nonlinear electronic circuit whose output is limited in amplitude
- Used to limit the instantaneous amplitude of a waveform (to clip off the peaks of a waveform)
- "A limiter introduces amplitude distortion"
- synonym:
- limiter ,
- clipper
1. (ηλεκτρονική) ένα μη γραμμικό ηλεκτρονικό κύκλωμα του οποίου η παραγωγή είναι περιορισμένη σε πλάτος
- Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό του στιγμιαίου πλάτους μιας κυματομορφής (από τις κορυφές ενός κυματομορ)
- "Ένας περιοριστής εισάγει παραμόρφωση εύρους"
- συνώνυμο:
- περιοριστήσ ,
- κλίπερ
2. A fast sailing ship used in former times
- synonym:
- clipper ,
- clipper ship
2. Ένα γρήγορο ιστιοφόρο που χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενες εποχές
- συνώνυμο:
- κλίπερ ,
- πλοίο από κλιπ
3. Shears for cutting grass or shrubbery (often used in the plural)
- synonym:
- clipper
3. Ψαλίδια για την κοπή χόρτου ή θάμνου (συχνά χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- συνώνυμο:
- κλίπερ
4. Scissors for cutting hair or finger nails (often used in the plural)
- synonym:
- clipper
4. Ψαλίδι για την κοπή των μαλλιών ή των νυχιών δάχτυλο (συχνά χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- συνώνυμο:
- κλίπερ