Translation meaning & definition of the word "clipped" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πατούσε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clipped
[Γλίστρησε]/klɪpt/
adjective
1. Cut or trimmed by clipping
- "A handsome man with a clipped moustache"
- "Clipped hedges"
- "Close-clipped lawns"
- "A clipped poodle"
- synonym:
- clipped
1. Κόψτε ή κόψτε με το ψήσιμο
- "Ένας όμορφος άντρας με ένα μουστάκι"
- "Φράκτες που έχουν περιέλθει"
- "Κλειστοί χλοοτάπητες"
- "Ένας κουρελιασμένος πούντλος"
- συνώνυμο:
- ανασηκώνω
2. (of speech) having quick short sounds
- "A clipped upper-class accent"
- synonym:
- clipped
2. ( της ομιλίας) με γρήγορους σύντομους ήχους
- "Μια ανώτερης τάξης προφορά"
- συνώνυμο:
- ανασηκώνω
Examples of using
He clipped the sheep.
Χτύπησε τα πρόβατα.