Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "clip" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλιπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Clip

[Κλιπ]
/klɪp/

noun

1. A metal frame or container holding cartridges

  • Can be inserted into an automatic gun
    synonym:
  • cartridge holder
  • ,
  • cartridge clip
  • ,
  • clip
  • ,
  • magazine

1. Ένα μεταλλικό πλαίσιο ή δοχείο που κρατά τις κασέτες

  • Μπορεί να εισαχθεί σε ένα αυτόματο όπλο
    συνώνυμο:
  • κάτοχος κασετών
  • ,
  • κλιπ φυσιγγίου
  • ,
  • κλιπ
  • ,
  • περιοδικό

2. An instance or single occasion for some event

  • "This time he succeeded"
  • "He called four times"
  • "He could do ten at a clip"
    synonym:
  • time
  • ,
  • clip

2. Μια περίπτωση ή μια ευκαιρία για κάποιο γεγονός

  • "Αυτή τη φορά τα κατάφερε"
  • "Καλέσαμε τέσσερις φορές"
  • "Θα μπορούσε να κάνει δέκα σε ένα κλιπ"
    συνώνυμο:
  • χρόνος
  • ,
  • κλιπ

3. Any of various small fasteners used to hold loose articles together

    synonym:
  • clip

3. Οποιοσδήποτε από τους διάφορους μικρούς συνδετήρες που χρησιμοποιούνται για να κρατήσουν τα χαλαρά άρθρα μαζί

    συνώνυμο:
  • κλιπ

4. An article of jewelry that can be clipped onto a hat or dress

    synonym:
  • clip

4. Ένα άρθρο του κοσμήματος που μπορεί να χτυπηθεί σε ένα καπέλο ή φόρεμα

    συνώνυμο:
  • κλιπ

5. The act of clipping or snipping

    synonym:
  • clip
  • ,
  • clipping
  • ,
  • snip

5. Η πράξη του ψαλιδιού ή του θραύσματος

    συνώνυμο:
  • κλιπ
  • ,
  • αποκοπή
  • ,
  • παραπονιέμαι

6. A sharp slanting blow

  • "He gave me a clip on the ear"
    synonym:
  • clip

6. Ένα απότομο κλίση χτύπημα

  • "Μου έδωσε ένα κλιπ στο αυτί"
    συνώνυμο:
  • κλιπ

verb

1. Sever or remove by pinching or snipping

  • "Nip off the flowers"
    synonym:
  • nip
  • ,
  • nip off
  • ,
  • clip
  • ,
  • snip
  • ,
  • snip off

1. Αποκοπή ή αφαίρεση με τσίμπημα ή θραύση

  • "Βγάλτε τα λουλούδια"
    συνώνυμο:
  • νιπ
  • ,
  • αποφεύγω
  • ,
  • κλιπ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • απομακρύνω

2. Run at a moderately swift pace

    synonym:
  • trot
  • ,
  • jog
  • ,
  • clip

2. Τρέξτε με μέτριο ρυθμό

    συνώνυμο:
  • τροτ
  • ,
  • τζογκ
  • ,
  • κλιπ

3. Attach with a clip

  • "Clip the papers together"
    synonym:
  • clip

3. Συνδέστε με ένα κλιπ

  • "Κλείστε τα χαρτιά μαζί"
    συνώνυμο:
  • κλιπ

4. Cultivate, tend, and cut back the growth of

  • "Dress the plants in the garden"
    synonym:
  • snip
  • ,
  • clip
  • ,
  • crop
  • ,
  • trim
  • ,
  • lop
  • ,
  • dress
  • ,
  • prune
  • ,
  • cut back

4. Καλλιεργήστε, τείνετε και περιορίστε την ανάπτυξη

  • "Φόρεμα τα φυτά στον κήπο"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • κλιπ
  • ,
  • καλλιέργεια
  • ,
  • τελειώματα
  • ,
  • λουξ
  • ,
  • φόρεμα
  • ,
  • παναθηναϊκός
  • ,
  • κόβω

5. Terminate or abbreviate before its intended or proper end or its full extent

  • "My speech was cut short"
  • "Personal freedom is curtailed in many countries"
    synonym:
  • clip
  • ,
  • curtail
  • ,
  • cut short

5. Να τερματίσει ή να συντομεύσει πριν από την προβλεπόμενη ή σωστή λήξη ή την πλήρη έκτασή του

  • "Η ομιλία μου κόπηκε σύντομα"
  • "Η προσωπική ελευθερία περιορίζεται σε πολλές χώρες"
    συνώνυμο:
  • κλιπ
  • ,
  • περικοπή
  • ,
  • κόβω

Examples of using

Do you have a paper clip?
Έχετε ένα κλιπ χαρτιού?