Translation meaning & definition of the word "clinical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλινική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clinical
[Κλινικός]/klɪnəkəl/
adjective
1. Relating to a clinic or conducted in or as if in a clinic and depending on direct observation of patients
- "Clinical observation"
- "Clinical case study"
- synonym:
- clinical
1. Σχετίζεται με κλινική ή διεξάγεται σε ή σαν σε κλινική και ανάλογα με την άμεση παρατήρηση των ασθενών
- "Κλινική παρατήρηση"
- "Κλινική μελέτη περίπτωσης"
- συνώνυμο:
- κλινικός
2. Scientifically detached
- Unemotional
- "He spoke in the clipped clinical monotones typical of police testimony"
- synonym:
- clinical
2. Επιστημονικά αποσπασμένη
- Αντιφατικό
- "Μίλησε στις κλινικές μονότονες χαρακτηριστικές της αστυνομικής μαρτυρίας"
- συνώνυμο:
- κλινικός
Examples of using
The drug must go through clinical trials before being approved.
Το φάρμακο πρέπει να περάσει από κλινικές δοκιμές πριν από την έγκριση.