Translation meaning & definition of the word "clinic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλινική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clinic
[Κλινική]/klɪnɪk/
noun
1. A medical establishment run by a group of medical specialists
- synonym:
- clinic
1. Ένα ιατρικό ίδρυμα που διευθύνεται από μια ομάδα ιατρικών ειδικών
- συνώνυμο:
- κλινική
2. Meeting for diagnosis of problems and instruction or remedial work in a particular activity
- synonym:
- clinic
2. Συνάντηση για τη διάγνωση των προβλημάτων και την εκπαίδευση ή την επανορθωτική εργασία σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- κλινική
3. A healthcare facility for outpatient care
- synonym:
- clinic
3. Μια εγκατάσταση υγειονομικής περίθαλψης για την εξωτερική φροντίδα των ασθενών
- συνώνυμο:
- κλινική
Examples of using
Where is his clinic situated?
Πού βρίσκεται η κλινική του?
The surgery, performed at our clinic, is over in half an hour.
Η χειρουργική επέμβαση, που πραγματοποιείται στην κλινική μας, τελειώνει σε μισή ώρα.
His clinic has lost many patients since the scandal.
Η κλινική του έχει χάσει πολλούς ασθενείς από το σκάνδαλο.