Translation meaning & definition of the word "climb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεβαίνουμε" στην ελληνική γλώσσα
Climb
[Ανεβαίνω]noun
1. An upward slope or grade (as in a road)
- "The car couldn't make it up the rise"
- synonym:
- ascent ,
- acclivity ,
- rise ,
- raise ,
- climb ,
- upgrade
1. Μια ανοδική κλίση ή βαθμός (ας σε ένα δρόμο)
- "Το αυτοκίνητο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει την άνοδο"
- συνώνυμο:
- ανάβαση ,
- επαγρύπνηση ,
- αυξάνω ,
- ανεβαίνω ,
- αναβάθμιση
2. An event that involves rising to a higher point (as in altitude or temperature or intensity etc.)
- synonym:
- climb ,
- climbing ,
- mounting
2. Ένα γεγονός που περιλαμβάνει την άνοδο σε ένα υψηλότερο σημείο (ας σε υψόμετρο ή θερμοκρασία ή ένταση κλπ.)
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- αναρρίχηση ,
- τοποθέτηση
3. The act of climbing something
- "It was a difficult climb to the top"
- synonym:
- climb ,
- mount
3. Η πράξη της αναρρίχησης κάτι
- "Ήταν μια δύσκολη ανάβαση στην κορυφή"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- βουνό
verb
1. Go upward with gradual or continuous progress
- "Did you ever climb up the hill behind your house?"
- synonym:
- climb ,
- climb up ,
- mount ,
- go up
1. Προχωρήστε προς τα πάνω με σταδιακή ή συνεχή πρόοδο
- "Ανεβήκατε ποτέ στο λόφο πίσω από το σπίτι σας?"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω ,
- βουνό
2. Move with difficulty, by grasping
- synonym:
- climb
2. Μετακινηθείτε με δυσκολία, με το πιάσει
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
3. Go up or advance
- "Sales were climbing after prices were lowered"
- synonym:
- wax ,
- mount ,
- climb ,
- rise
3. Ανεβαίνω ή προχωρώ
- "Οι πωλήσεις ανέβηκαν μετά τη μείωση των τιμών"
- συνώνυμο:
- κερί ,
- βουνό ,
- ανεβαίνω ,
- αυξάνω
4. Slope upward
- "The path climbed all the way to the top of the hill"
- synonym:
- climb
4. Κλίση προς τα πάνω
- "Το μονοπάτι ανέβηκε μέχρι την κορυφή του λόφου"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
5. Improve one's social status
- "This young man knows how to climb the social ladder"
- synonym:
- climb
5. Βελτίωση της κοινωνικής θέσης ενός ατόμου
- "Αυτός ο νεαρός άνδρας ξέρει πώς να ανεβεί στην κοινωνική σκάλα"
- συνώνυμο:
- ανεβαίνω
6. Increase in value or to a higher point
- "Prices climbed steeply"
- "The value of our house rose sharply last year"
- synonym:
- rise ,
- go up ,
- climb
6. Αύξηση της αξίας ή σε υψηλότερο σημείο
- "Οι τιμές σκαρφάλωσαν απότομα"
- "Η αξία του σπιτιού μας αυξήθηκε απότομα πέρυσι"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- ανεβαίνω