Translation meaning & definition of the word "climatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλιματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Climatic
[Κλιματικόσ]/klaɪmætɪk/
adjective
1. Of or relating to a climate
- "Climatic changes"
- synonym:
- climatic ,
- climatical
1. Από ή σχετίζονται με το κλίμα
- "Κλιματικές αλλαγές"
- συνώνυμο:
- κλιματολογικόσ ,
- κλιματικόσ
Examples of using
Global climatic changes may have been responsible for the extinction of the dinosaurs.
Οι παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές μπορεί να ήταν υπεύθυνες για την εξαφάνιση των δεινοσαύρων.