Translation meaning & definition of the word "cliff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλιφ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cliff
[Κλιφ]/klɪf/
noun
1. A steep high face of rock
- "He stood on a high cliff overlooking the town"
- "A steep drop"
- synonym:
- cliff ,
- drop ,
- drop-off
1. Ένα απότομο ψηλό πρόσωπο του βράχου
- "Στάθηκε σε έναν ψηλό βράχο με θέα στην πόλη"
- "Απότομη σταγόνα"
- συνώνυμο:
- γκρεμός ,
- πτώση ,
- αποβίβαση
Examples of using
They scaled the cliff with difficulty.
Κλιμάκωσαν το βράχο με δυσκολία.
Tom almost fell over the cliff.
Ο Τομ σχεδόν έπεσε πάνω από το γκρεμό.
Tom pushed Mary off the edge of the cliff.
Ο Τομ έσπρωξε τη Μαίρη από την άκρη του γκρεμού.