Translation meaning & definition of the word "cliche" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cliche
[Κλισέ]/kliʃe/
noun
1. A trite or obvious remark
- synonym:
- platitude ,
- cliche ,
- banality ,
- commonplace ,
- bromide
1. Μια τρίτη ή προφανής παρατήρηση
- συνώνυμο:
- πληρότητα ,
- κλισέ ,
- κοινότητα ,
- κοινός τόπος ,
- βρωμιούχο