Translation meaning & definition of the word "cleverness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαθεσιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleverness
[Έξυπνο]/klɛvərnəs/
noun
1. The power of creative imagination
- synonym:
- inventiveness ,
- ingeniousness ,
- ingenuity ,
- cleverness
1. Η δύναμη της δημιουργικής φαντασίας
- συνώνυμο:
- εφευρετικότητα ,
- ευφυΐα ,
- εξυπνάδα
2. Intelligence as manifested in being quick and witty
- synonym:
- brightness ,
- cleverness ,
- smartness
2. Νοημοσύνη όπως εκδηλώνεται στο να είναι γρήγορη και πνευματική
- συνώνυμο:
- φωτεινότητα ,
- εξυπνάδα ,
- ευφυΐα
3. The property of being ingenious
- "A plot of great ingenuity"
- "The cleverness of its design"
- synonym:
- ingenuity ,
- ingeniousness ,
- cleverness
3. Η ιδιοκτησία του να είσαι έξυπνος
- "Μια πλοκή μεγάλης εφευρετικότητας"
- "Η εξυπνάδα του σχεδιασμού του"
- συνώνυμο:
- ευφυΐα ,
- εξυπνάδα
Examples of using
She wanted to show off her cleverness during class, but she failed.
Ήθελε να επιδείξει την εξυπνάδα της κατά τη διάρκεια της τάξης, αλλά απέτυχε.