Translation meaning & definition of the word "clerk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clerk
[Κλερκ]/klərk/
noun
1. An employee who performs clerical work (e.g., keeps records or accounts)
- synonym:
- clerk
1. Ένας υπάλληλος που εκτελεί εργασίες υπαλλήλων (π.χ., διατηρεί αρχεία ή λογαριασμούς)
- συνώνυμο:
- υπάλληλος
2. A salesperson in a store
- synonym:
- salesclerk ,
- shop clerk ,
- clerk ,
- shop assistant
2. Ένας πωλητής σε ένα κατάστημα
- συνώνυμο:
- πωλητήσ ,
- υπάλληλος καταστημάτων ,
- υπάλληλος ,
- βοηθός καταστήματος
verb
1. Work as a clerk, as in the legal business
- synonym:
- clerk
1. Εργαστείτε ως υπάλληλος, όπως και στη νομική επιχείρηση
- συνώνυμο:
- υπάλληλος
Examples of using
At the same time, the clerk Natsue Arimura told Gokijo of his intent to resign after this month.
Ταυτόχρονα, ο υπάλληλος Νατσούε Αριμούρα είπε στον Γκόκιτζο την πρόθεσή του να παραιτηθεί μετά από αυτό το μήνα.
She married a bank clerk.
Παντρεύτηκε έναν υπάλληλο τράπεζας.
He is a bank clerk.
Είναι τραπεζικός υπάλληλος.