Translation meaning & definition of the word "clerical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clerical
[Κληρικόσ]/klɛrəkəl/
adjective
1. Of or relating to clerks
- "Clerical work"
- synonym:
- clerical
1. Από ή σχετικά με υπαλλήλους
- "Κληρονομική εργασία"
- συνώνυμο:
- κληρικόσ
2. Of or relating to the clergy
- "Clerical collar"
- synonym:
- clerical
2. Από ή σχετικά με τον κλήρο
- "Κληρονομικό κολάρο"
- συνώνυμο:
- κληρικόσ
3. Appropriate for or engaged in office work
- "Clerical skills"
- "A clerical job"
- "The clerical staff"
- synonym:
- clerical
3. Κατάλληλο για ή ασχολείται με την εργασία γραφείου
- "Κληρικές δεξιότητες"
- "Μια κληρική δουλειά"
- "Το επίσημο προσωπικό"
- συνώνυμο:
- κληρικόσ