Translation meaning & definition of the word "clergy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clergy
[Κληρικόσ]/klərʤi/
noun
1. In christianity, clergymen collectively (as distinguished from the laity)
- synonym:
- clergy
1. Στον χριστιανισμό, οι κληρικοί συλλογικά (ας διακρίνονται από το λαϊτ)
- συνώνυμο:
- κληρικός
Examples of using
Bishops, archbishops and abbots composed the high clergy.
Επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι και ηγούμενοι συνέθεσαν τον υψηλό κλήρο.