Translation meaning & definition of the word "clench" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σφιγκτήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clench
[Σφίγγω]/klɛnʧ/
noun
1. A small slip noose made with seizing
- synonym:
- clinch ,
- clench
1. Μια μικρή θηλιά ολίσθησης φτιαγμένη με κατάσχεση
- συνώνυμο:
- στερεό ,
- σφίγγω
2. The act of grasping
- "He released his clasp on my arm"
- "He has a strong grip for an old man"
- "She kept a firm hold on the railing"
- synonym:
- clasp ,
- clench ,
- clutch ,
- clutches ,
- grasp ,
- grip ,
- hold
2. Η πράξη της αντίληψης
- "Έβαλε το κούμπωμά του στο χέρι μου"
- "Έχει ισχυρή πρόσφυση για έναν γέρο"
- "Κρατούσε μια σταθερή παραμονή στο κιγκλίδωμα"
- συνώνυμο:
- αγκράφα ,
- σφίγγω ,
- συμπλέκτησ ,
- συμπλέκτεσ ,
- πιάνω ,
- λαβή ,
- κρατώ
verb
1. Hold in a tight grasp
- "Clench a steering wheel"
- synonym:
- clench ,
- clinch
1. Κρατώ σφιχτά
- "Σφίξτε ένα τιμόνι"
- συνώνυμο:
- σφίγγω ,
- στερεό
2. Squeeze together tightly
- "Clench one's jaw"
- synonym:
- clench
2. Συμπιέστε σφιχτά
- "Σφίγγεις το σαγόνι σου"
- συνώνυμο:
- σφίγγω