Translation meaning & definition of the word "cleft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλεφτά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleft
[Στερεώνω]/klɛft/
noun
1. A split or indentation in something (as the palate or chin)
- synonym:
- cleft
1. Μια διάσπαση ή εσοχή σε κάτι (ας ο ουρανίσκος ή το τσιν)
- συνώνυμο:
- παραπονιέται
2. A long narrow opening
- synonym:
- crack ,
- cleft ,
- crevice ,
- fissure ,
- scissure
2. Ένα μακρύ στενό άνοιγμα
- συνώνυμο:
- ραβδίζω ,
- παραπονιέται ,
- ρωγμή ,
- σχίζω ,
- ψαλίδι
adjective
1. Having one or more incisions reaching nearly to the midrib
- synonym:
- cleft ,
- dissected
1. Έχοντας μία ή περισσότερες τομές που φτάνουν σχεδόν στο μέσο
- συνώνυμο:
- παραπονιέται ,
- ανατέμνεται