Translation meaning & definition of the word "clef" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clef
[Κλειδί]/klɛf/
noun
1. A musical notation written on a staff indicating the pitch of the notes following it
- synonym:
- clef
1. Μια μουσική σημειογραφία γραμμένη σε ένα προσωπικό που δείχνει το βήμα των νοτών που ακολουθούν
- συνώνυμο:
- κλειδί