Translation meaning & definition of the word "cleave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleave
[Διασπάται]/kliv/
verb
1. Separate or cut with a tool, such as a sharp instrument
- "Cleave the bone"
- synonym:
- cleave ,
- split ,
- rive
1. Χωρίστε ή κόψτε με ένα εργαλείο, όπως ένα αιχμηρό όργανο
- "Καθαρίστε το κόκαλο"
- συνώνυμο:
- κλέβω ,
- διαίρεση ,
- πριτσίνι
2. Make by cutting into
- "The water is going to cleave a channel into the rock"
- synonym:
- cleave
2. Κάντε με την κοπή σε
- "Το νερό πρόκειται να διασπάσει ένα κανάλι στο βράχο"
- συνώνυμο:
- κλέβω
3. Come or be in close contact with
- Stick or hold together and resist separation
- "The dress clings to her body"
- "The label stuck to the box"
- "The sushi rice grains cohere"
- synonym:
- cling ,
- cleave ,
- adhere ,
- stick ,
- cohere
3. Ελάτε ή είστε σε στενή επαφή με
- Κολλήστε ή κρατήστε μαζί και αντισταθείτε στο χωρισμό
- "Το φόρεμα προσκολλάται στο σώμα της"
- "Η ετικέτα κολλημένη στο κουτί"
- "Οι κόκκοι ρυζιού συνυπάρχουν"
- συνώνυμο:
- προσκολλώ ,
- κλέβω ,
- εμμένω ,
- κολλώ ,
- συνυπάρχει