Translation meaning & definition of the word "clearness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clearness
[Καθαρότητα]/klɪrnəs/
noun
1. Free from obscurity and easy to understand
- The comprehensibility of clear expression
- synonym:
- clarity ,
- lucidity ,
- lucidness ,
- pellucidity ,
- clearness ,
- limpidity
1. Απαλλαγμένο από την αφάνεια και εύκολο να κατανοηθεί
- Η κατανόηση της σαφούς έκφρασης
- συνώνυμο:
- σαφήνεια ,
- διαύγεια ,
- καθαρότητα
2. The quality of clear water
- "When she awoke the clarity was back in her eyes"
- synonym:
- clearness ,
- clarity ,
- uncloudedness
2. Η ποιότητα του καθαρού νερού
- "Όταν ξύπνησε, η διαύγεια ήταν πίσω στα μάτια της"
- συνώνυμο:
- καθαρότητα ,
- σαφήνεια ,
- ανενόχλητο