Translation meaning & definition of the word "clear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαφές" στην ελληνική γλώσσα
Clear
[Καθαρίστε]noun
1. The state of being free of suspicion
- "Investigation showed that he was in the clear"
- synonym:
- clear
1. Η κατάσταση του να είσαι ελεύθερος από υποψίες
- "Η έρευνα έδειξε ότι ήταν σαφής"
- συνώνυμο:
- σαφής
2. A clear or unobstructed space or expanse of land or water
- "Finally broke out of the forest into the open"
- synonym:
- open ,
- clear
2. Ένας διαυγής ή ανεμπόδιστος χώρος ή έκταση γης ή νερού
- "Επιτέλους ξέσπασε από το δάσος στο ύπαιθρο"
- συνώνυμο:
- ανοιχτός ,
- σαφής
verb
1. Rid of obstructions
- "Clear your desk"
- synonym:
- unclutter ,
- clear
1. Απαλλαγείτε από τα εμπόδια
- "Ξεχάστε το γραφείο σας"
- συνώνυμο:
- αποκαλύπτω ,
- σαφής
2. Make a way or path by removing objects
- "Clear a path through the dense forest"
- synonym:
- clear
2. Κάντε έναν τρόπο ή μια διαδρομή αφαιρώντας αντικείμενα
- "Ξεκινήστε ένα μονοπάτι μέσα από το πυκνό δάσος"
- συνώνυμο:
- σαφής
3. Become clear
- "The sky cleared after the storm"
- synonym:
- clear up ,
- clear ,
- light up ,
- brighten
3. Γίνομαι σαφής
- "Ο ουρανός καθάρισε μετά την καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- ξεκαθαρίζω ,
- σαφής ,
- φωτίζω
4. Grant authorization or clearance for
- "Clear the manuscript for publication"
- "The rock star never authorized this slanderous biography"
- synonym:
- authorize ,
- authorise ,
- pass ,
- clear
4. Εξουσιοδότηση ή εκκαθάριση επιχορήγησης για
- "Μαθαίνεις το χειρόγραφο για δημοσίευση"
- "Ο ροκ σταρ ποτέ δεν εξουσιοδότησε αυτή τη συκοφαντική βιογραφία"
- συνώνυμο:
- εξουσιοδοτώ ,
- περνώ ,
- σαφής
5. Remove
- "Clear the leaves from the lawn"
- "Clear snow from the road"
- synonym:
- clear
5. Αφαιρώ
- "Καθαρίστε τα φύλλα από το γκαζόν"
- "Μαθαίνουμε χιόνι από το δρόμο"
- συνώνυμο:
- σαφής
6. Go unchallenged
- Be approved
- "The bill cleared the house"
- synonym:
- pass ,
- clear
6. Πηγαίνω ανεξέλεγκτα
- Εγκρίνομαι
- "Το νομοσχέδιο εκκαθάρισε το σπίτι"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- σαφής
7. Be debited and credited to the proper bank accounts
- "The check will clear within 2 business days"
- synonym:
- clear
7. Να χρεωθεί και να πιστωθεί στους κατάλληλους τραπεζικούς λογαριασμούς
- "Ο έλεγχος θα καθαρίσει εντός 2 εργάσιμων ημερών"
- συνώνυμο:
- σαφής
8. Go away or disappear
- "The fog cleared in the afternoon"
- synonym:
- clear
8. Φύγε ή εξαφανίστηκε
- "Η ομίχλη καθάρισε το απόγευμα"
- συνώνυμο:
- σαφής
9. Pass by, over, or under without making contact
- "The balloon cleared the tree tops"
- synonym:
- clear ,
- top
9. Περάστε από, πάνω ή κάτω χωρίς να έρθετε σε επαφή
- "Το μπαλόνι καθάρισε τις κορυφές των δέντρων"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- κορυφή
10. Make free from confusion or ambiguity
- Make clear
- "Could you clarify these remarks?"
- "Clear up the question of who is at fault"
- synonym:
- clear ,
- clear up ,
- shed light on ,
- crystallize ,
- crystallise ,
- crystalize ,
- crystalise ,
- straighten out ,
- sort out ,
- enlighten ,
- illuminate ,
- elucidate
10. Απελευθερωθείτε από σύγχυση ή ασάφεια
- Ξεκαθαρίζω
- "Θα μπορούσατε να διευκρινίσετε αυτές τις παρατηρήσεις?"
- "Μαθαίνεις το ερώτημα ποιος φταίει"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ξεκαθαρίζω ,
- ρίχνω φως ,
- κρυσταλλώ ,
- ευθυγραμμίζω ,
- τακτοποιώ ,
- διαφωτίζω ,
- φωτίζω ,
- διαλυκιδωμένο
11. Free from payment of customs duties, as of a shipment
- "Clear the ship and let it dock"
- synonym:
- clear
11. Απαλλαγμένος από την καταβολή των τελωνειακών δασμών, από μια αποστολή
- "Ξεχάστε το πλοίο και αφήστε το να δέσει"
- συνώνυμο:
- σαφής
12. Clear from impurities, blemishes, pollution, etc.
- "Clear the water before it can be drunk"
- synonym:
- clear
12. Καθαρίστε από τις ακαθαρσίες, τις κηλίδες, τη ρύπανση, κ.λπ.
- "Καθαρίστε το νερό πριν μπορέσει να πιει"
- συνώνυμο:
- σαφής
13. Yield as a net profit
- "This sale netted me $1 million"
- synonym:
- net ,
- clear
13. Απόδοση ως καθαρό κέρδος
- "Αυτή η πώληση με συμψηφίζει $1 εκατομμύρια"
- συνώνυμο:
- δίχτυ ,
- σαφής
14. Make as a net profit
- "The company cleared $1 million"
- synonym:
- net ,
- sack ,
- sack up ,
- clear
14. Να παράγετε ως καθαρό κέρδος
- "Η εταιρεία καθάρισε $1 εκατομμύρια"
- συνώνυμο:
- δίχτυ ,
- σακίδιο ,
- απολύω ,
- σαφής
15. Earn on some commercial or business transaction
- Earn as salary or wages
- "How much do you make a month in your new job?"
- "She earns a lot in her new job"
- "This merger brought in lots of money"
- "He clears $5,000 each month"
- synonym:
- gain ,
- take in ,
- clear ,
- make ,
- earn ,
- realize ,
- realise ,
- pull in ,
- bring in
15. Κερδίστε σε κάποια εμπορική ή επιχειρηματική συναλλαγή
- Κερδίστε ως μισθό ή ως μισθό
- "Πόσα κάνεις ένα μήνα στη νέα σου δουλειά?"
- "Κερδίζει πολλά στη νέα της δουλειά"
- "Αυτή η συγχώνευση έφερε πολλά χρήματα"
- "Καθαρίζει $5.000 κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- κέρδος ,
- παίρνω ,
- σαφής ,
- βγάζω ,
- κερδίζω ,
- συνειδητοποιώ ,
- τραβώ προς τα μέσα ,
- φέρνω
16. Sell
- "We cleared a lot of the old model cars"
- synonym:
- clear
16. Πωλώ
- "Καθαρίσαμε πολλά από τα παλιά μοντέλα αυτοκινήτων"
- συνώνυμο:
- σαφής
17. Pass an inspection or receive authorization
- "Clear customs"
- synonym:
- clear
17. Περάστε μια επιθεώρηση ή λάβετε την εξουσιοδότηση
- "Σαφή έθιμα"
- συνώνυμο:
- σαφής
18. Pronounce not guilty of criminal charges
- "The suspect was cleared of the murder charges"
- synonym:
- acquit ,
- assoil ,
- clear ,
- discharge ,
- exonerate ,
- exculpate
18. Καταγγελία μη ένοχη για ποινικές διώξεις
- "Ο ύποπτος εκκαθαρίστηκε από τις κατηγορίες για δολοφονία"
- συνώνυμο:
- αθωώνω ,
- ασόδεν ,
- σαφής ,
- απαλλαγή ,
- απαλλάσσω ,
- απεκκρίνω
19. Settle, as of a debt
- "Clear a debt"
- "Solve an old debt"
- synonym:
- clear ,
- solve
19. Εγκατάσταση, από ένα χρέος
- "Ξεκάθαρο χρέος"
- "Λύστε ένα παλιό χρέος"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- λύνω
20. Make clear, bright, light, or translucent
- "The water had to be cleared through filtering"
- synonym:
- clear
20. Κάντε σαφή, φωτεινά, ελαφριά ή ημιδιαφανή
- "Το νερό έπρεπε να καθαριστεί μέσω του φιλτραρίσματος"
- συνώνυμο:
- σαφής
21. Rid of instructions or data
- "Clear a memory buffer"
- synonym:
- clear
21. Απαλλαγείτε από οδηγίες ή δεδομένα
- "Σαφής ένας απομονωτής μνήμης"
- συνώνυμο:
- σαφής
22. Remove (people) from a building
- "Clear the patrons from the theater after the bomb threat"
- synonym:
- clear
22. Αφαιρέστε το (αν) από ένα κτίριο
- "Καθαρίστε τους προστάτες από το θέατρο μετά την απειλή της βόμβας"
- συνώνυμο:
- σαφής
23. Remove the occupants of
- "Clear the building"
- synonym:
- clear
23. Αφαιρέστε τους επιβάτες
- "Διάλεξε το κτίριο"
- συνώνυμο:
- σαφής
24. Free (the throat) by making a rasping sound
- "Clear the throat"
- synonym:
- clear ,
- clear up
24. Δωρεάν (ο λαιμός) κάνοντας ένα σπαστό ήχο
- "Ξεχάστε το λαιμό"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ξεκαθαρίζω
adjective
1. Readily apparent to the mind
- "A clear and present danger"
- "A clear explanation"
- "A clear case of murder"
- "A clear indication that she was angry"
- "Gave us a clear idea of human nature"
- synonym:
- clear
1. Εύκολα εμφανής στο μυαλό
- "Σαφής και παρών κίνδυνος"
- "Μια σαφής εξήγηση"
- "Μια σαφής περίπτωση δολοφονίας"
- "Μια σαφής ένδειξη ότι ήταν θυμωμένη"
- "Μας έδωσε μια σαφή ιδέα της ανθρώπινης φύσης"
- συνώνυμο:
- σαφής
2. Free from confusion or doubt
- "A complex problem requiring a clear head"
- "Not clear about what is expected of us"
- synonym:
- clear
2. Απαλλαγμένος από σύγχυση ή αμφιβολία
- "Ένα πολύπλοκο πρόβλημα που απαιτεί ένα καθαρό κεφάλι"
- "Δεν είναι σαφές τι αναμένεται από εμάς"
- συνώνυμο:
- σαφής
3. Affording free passage or view
- "A clear view"
- "A clear path to victory"
- "Open waters"
- "The open countryside"
- synonym:
- clear ,
- open
3. Παρέχοντας ελεύθερη διέλευση ή προβολή
- "Μια σαφής άποψη"
- "Ένας σαφής δρόμος προς τη νίκη"
- "Ανοιχτά νερά"
- "Η ανοιχτή περιοχή"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ανοιχτός
4. Allowing light to pass through
- "Clear water"
- "Clear plastic bags"
- "Clear glass"
- "The air is clear and clean"
- synonym:
- clear
4. Επιτρέποντας στο φως να περάσει
- "Καθαρό νερό"
- "Καθαρές πλαστικές σακούλες"
- "Καθαρό γυαλί"
- "Ο αέρας είναι καθαρός και καθαρός"
- συνώνυμο:
- σαφής
5. Free from contact or proximity or connection
- "We were clear of the danger"
- "The ship was clear of the reef"
- synonym:
- clear(p)
5. Χωρίς επαφή ή εγγύτητα ή σύνδεση
- "Είμαστε ξεκάθαροι από τον κίνδυνο"
- "Το πλοίο ήταν καθαρό από τον ύφαλο"
- συνώνυμο:
- σαφή()<TAG1>
6. Characterized by freedom from troubling thoughts (especially guilt)
- "A clear conscience"
- "Regarded her questioner with clear untroubled eyes"
- synonym:
- clear
6. Χαρακτηρίζεται από ελευθερία από ανησυχητικές σκέψεις (ειδικά ενοχή)
- "Καθαρή συνείδηση"
- "Καταχώρησε τον ερωτώντα της με καθαρά ανεμπόδιστα μάτια"
- συνώνυμο:
- σαφής
7. (of sound or color) free from anything that dulls or dims
- "Efforts to obtain a clean bass in orchestral recordings"
- "Clear laughter like a waterfall"
- "Clear reds and blues"
- "A light lilting voice like a silver bell"
- synonym:
- clean ,
- clear ,
- light ,
- unclouded
7. ( του ήχου ή του χρώματος) απαλλαγμένο από οτιδήποτε θαμπώνει ή σκονίζει
- "Προσπάθειες για να αποκτήσετε ένα καθαρό μπάσο σε ορχηστρικές ηχογραφήσεις"
- "Καθαρό γέλιο σαν καταρράκτης"
- "Σαφή κόκκινα και μπλε"
- "Μια ελαφριά φωνή που γέρνει σαν ασημένιο κουδούνι"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- σαφής ,
- φως ,
- αποσυνδέεται
8. (especially of a title) free from any encumbrance or limitation that presents a question of fact or law
- "I have clear title to this property"
- synonym:
- clear ,
- unmortgaged
8. (ειδικά ενός τίτλου) απαλλαγμένο από οποιαδήποτε εμπόδιο ή περιορισμό που παρουσιάζει ένα ζήτημα γεγονότος ή νόμου
- "Έχω σαφή τίτλο σε αυτό το ακίνητο"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- ασυναγώνιστοσ
9. Clear and distinct to the senses
- Easily perceptible
- "As clear as a whistle"
- "Clear footprints in the snow"
- "The letter brought back a clear image of his grandfather"
- "A spire clean-cut against the sky"
- "A clear-cut pattern"
- synonym:
- clear ,
- clean-cut ,
- clear-cut
9. Ξεκάθαρη και ξεχωριστή στις αισθήσεις
- Εύκολα αντιληπτός
- "Είναι σαφές σαν σφύριγμα"
- "Καθαρά ίχνη στο χιόνι"
- "Το γράμμα έφερε πίσω μια σαφή εικόνα του παππού του"
- "Ένα κωδωνοστάσιο καθαρό κομμένο στον ουρανό"
- "Ένα σαφές μοτίβο"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- καθαρό κόψιμο ,
- ξεκάθαρος
10. Accurately stated or described
- "A set of well-defined values"
- synonym:
- well-defined ,
- clear
10. Αναφέρεται με ακρίβεια ή περιγράφεται
- "Ένα σύνολο σαφώς καθορισμένων τιμών"
- συνώνυμο:
- καλά καθορισμένο ,
- σαφής
11. Free from clouds or mist or haze
- "On a clear day"
- synonym:
- clear
11. Απαλλαγμένος από τα σύννεφα ή την ομίχλη ή την ομίχλη
- "Σε μια καθαρή μέρα"
- συνώνυμο:
- σαφής
12. Free of restrictions or qualifications
- "A clean bill of health"
- "A clear winner"
- synonym:
- clean ,
- clear
12. Χωρίς περιορισμούς ή προσόντα
- "Ένας καθαρός λογαριασμός υγείας"
- "Σαφής νικητής"
- συνώνυμο:
- καθαρός ,
- σαφής
13. Free from flaw or blemish or impurity
- "A clear perfect diamond"
- "The clear complexion of a healthy young woman"
- synonym:
- clear
13. Απαλλαγμένο από ελάττωμα ή κηλίδα ή ακαθαρσία
- "Ένα τέλειο διαμάντι"
- "Η σαφής επιδερμίδα μιας υγιούς νεαρής γυναίκας"
- συνώνυμο:
- σαφής
14. Clear of charges or deductions
- "A clear profit"
- synonym:
- clear
14. Απαλείφεται από χρεώσεις ή εκπτώσεις
- "Σαφές κέρδος"
- συνώνυμο:
- σαφής
15. Easily deciphered
- synonym:
- clear ,
- decipherable ,
- readable
15. Αποκρυπτογραφείται εύκολα
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- αποκρυπτογραφημένη ,
- αναγνώσιμοσ
16. Freed from any question of guilt
- "Is absolved from all blame"
- "Was now clear of the charge of cowardice"
- "His official honor is vindicated"
- synonym:
- absolved ,
- clear ,
- cleared ,
- exculpated ,
- exonerated ,
- vindicated
16. Απελευθερωθεί από κάθε ζήτημα ενοχής
- "Αποφεύγεται από κάθε ευθύνη"
- "Τώρα ήταν ξεκάθαρο της κατηγορίας της δειλίας"
- "Η επίσημη τιμή του δικαιώνεται"
- συνώνυμο:
- απαλλαγμένο ,
- σαφής ,
- καθαρίζω ,
- αποβάλλονται ,
- δικαιώνεται
17. Characterized by ease and quickness in perceiving
- "Clear mind"
- "A percipient author"
- synonym:
- clear ,
- percipient
17. Χαρακτηρίζεται από ευκολία και ταχύτητα στην αντίληψη
- "Καθαρό μυαλό"
- "Ένας πειστικός συγγραφέας"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- περιστασιακός
adverb
1. Completely
- "Read the book clear to the end"
- "Slept clear through the night"
- "There were open fields clear to the horizon"
- synonym:
- clear ,
- all the way
1. Εντελώς
- "Διαβάστε το βιβλίο σαφές μέχρι το τέλος"
- "Καθαρό όλη τη νύχτα"
- "Υπήρχαν ανοιχτά πεδία σαφή στον ορίζοντα"
- συνώνυμο:
- σαφής ,
- σε όλη τη διαδρομή
2. In an easily perceptible manner
- "Could be seen clearly under the microscope"
- "She cried loud and clear"
- synonym:
- clearly ,
- clear
2. Με εύκολα αντιληπτό τρόπο
- "Θα μπορούσε να φανεί καθαρά κάτω από το μικροσκόπιο"
- "Κλαίει δυνατά και καθαρά"
- συνώνυμο:
- σαφέστατα ,
- σαφής