Translation meaning & definition of the word "cleanup" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleanup
[Εκκαθάριση]/klinəp/
noun
1. A very large profit
- synonym:
- killing ,
- cleanup
1. Ένα πολύ μεγάλο κέρδος
- συνώνυμο:
- σκοτώνω ,
- καθαρισμός
2. (baseball) the fourth position in the batting order (usually filled by the best batter on the team)
- synonym:
- cleanup ,
- cleanup position ,
- cleanup spot
2. (βασεμβαλλ) η τέταρτη θέση στη σειρά ντυσίματος (συνήθως γεμίζεται από το καλύτερο κτύπημα στην ομάδ)
- συνώνυμο:
- καθαρισμός ,
- θέση καθαρισμού ,
- σημείο καθαρισμού
3. The act of making something clean
- "He gave his shoes a good cleaning"
- synonym:
- cleaning ,
- cleansing ,
- cleanup
3. Η πράξη του να κάνεις κάτι καθαρό
- "Έδωσε στα παπούτσια του ένα καλό καθάρισμα"
- συνώνυμο:
- καθαρισμός