Translation meaning & definition of the word "cleanse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleanse
[Καθαρίζω]/klɛnz/
verb
1. Clean one's body or parts thereof, as by washing
- "Clean up before you see your grandparents"
- "Clean your fingernails before dinner"
- synonym:
- cleanse ,
- clean
1. Καθαρίστε το σώμα ή τα μέρη του, όπως με το πλύσιμο
- "Καθάρισε πριν δεις τους παππούδες σου"
- "Καθαρίστε τα νύχια σας πριν από το δείπνο"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω ,
- καθαρός
2. Purge of an ideology, bad thoughts, or sins
- "Purgatory is supposed to cleanse you from your sins"
- synonym:
- cleanse
2. Εκκαθάριση μιας ιδεολογίας, κακών σκέψεων ή αμαρτιών
- "Το καθαρτήριο υποτίθεται ότι σε καθαρίζει από τις αμαρτίες σου"
- συνώνυμο:
- καθαρίζω