Translation meaning & definition of the word "cleanly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleanly
[Καθαρά]/klinli/
adjective
1. Habitually clean
- "Cleanly in their persons and habitations"
- synonym:
- cleanly
1. Συνήθως καθαρίστε
- "Καθαρά στα πρόσωπα και τις κατοικίες τους"
- συνώνυμο:
- καθαρά
adverb
1. In an adroit manner
- "He bounced it cleanly off the wall"
- synonym:
- flawlessly ,
- cleanly
1. Με επιδέξιο τρόπο
- "Το ανέβασε καθαρά από τον τοίχο"
- συνώνυμο:
- άψογα ,
- καθαρά
2. In a manner that minimizes dirt and pollution
- "The motor burns cleanly"
- synonym:
- cleanly
2. Με τρόπο που ελαχιστοποιεί τη βρωμιά και τη ρύπανση
- "Ο κινητήρας καίγεται καθαρά"
- συνώνυμο:
- καθαρά
3. Without difficulty or distortion
- "She played the piano accompaniment cleanly"
- synonym:
- cleanly
3. Χωρίς δυσκολία ή παραμόρφωση
- "Έπαιζε καθαρά τη συνοδεία του πιάνου"
- συνώνυμο:
- καθαρά