Translation meaning & definition of the word "cleanliness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθαριότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Cleanliness
[Καθαριότητα]/klɛnlinɪs/
noun
1. The habit of keeping free of superficial imperfections
- synonym:
- cleanliness
1. Η συνήθεια να διατηρείται ελεύθερη από επιφανειακές ατέλειες
- συνώνυμο:
- καθαριότητα
2. Diligence in keeping clean
- synonym:
- cleanliness
2. Επιμέλεια στη διατήρηση καθαρού
- συνώνυμο:
- καθαριότητα
Examples of using
He's bananas about cleanliness.
Είναι μπανάνες για την καθαριότητα.
My wife is obsessed with cleanliness.
Η γυναίκα μου έχει εμμονή με την καθαριότητα.
He's obsessed with cleanliness.
Έχει εμμονή με την καθαριότητα.