Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "clean" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καθαρό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Clean

[Καθαρίζω]
/klin/

noun

1. A weightlift in which the barbell is lifted to shoulder height and then jerked overhead

    synonym:
  • clean and jerk
  • ,
  • clean

1. Μια άρση βαρών κατά την οποία η μπάρα σηκώνεται στο ύψος των ώμων και στη συνέχεια τραντάζεται από πάνω

    συνώνυμο:
  • καθαρό και τρανταχτό
  • ,
  • καθαρός

verb

1. Make clean by removing dirt, filth, or unwanted substances from

  • "Clean the stove!"
  • "The dentist cleaned my teeth"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • make clean

1. Καθαρίστε αφαιρώντας βρωμιά, βρωμιά ή ανεπιθύμητες ουσίες από

  • "Καθάρισε τη σόμπα!"
  • "Ο οδοντίατρος καθάρισε τα δόντια μου"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • καθαρίζω

2. Remove unwanted substances from, such as feathers or pits

  • "Clean the turkey"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • pick

2. Αφαιρέστε ανεπιθύμητες ουσίες από, όπως φτερά ή κοιλώματα

  • "Καθάρισε τη γαλοπούλα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • διαλέγω

3. Clean and tidy up the house

  • "She housecleans every week"
    synonym:
  • houseclean
  • ,
  • clean house
  • ,
  • clean

3. Καθαρίστε και τακτοποιήστε το σπίτι

  • "Καθαρίζει το σπίτι κάθε εβδομάδα"
    συνώνυμο:
  • οικιακός καθαρός
  • ,
  • καθαρό σπίτι
  • ,
  • καθαρός

4. Clean one's body or parts thereof, as by washing

  • "Clean up before you see your grandparents"
  • "Clean your fingernails before dinner"
    synonym:
  • cleanse
  • ,
  • clean

4. Καθαρίστε το σώμα ή τα μέρη του, όπως με το πλύσιμο

  • "Καθάρισε πριν δεις τους παππούδες σου"
  • "Καθάρισε τα νύχια σου πριν το δείπνο"
    συνώνυμο:
  • καθαρίζω
  • ,
  • καθαρός

5. Be cleanable

  • "This stove cleans easily"
    synonym:
  • clean

5. Να είναι καθαρίσιμη

  • "Αυτή η σόμπα καθαρίζει εύκολα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

6. Deprive wholly of money in a gambling game, robbery, etc.

  • "The other players cleaned him completely"
    synonym:
  • clean

6. Στερήστε εξ ολοκλήρου χρήματα σε ένα παιχνίδι τζόγου, ληστεία π.

  • "Οι άλλοι παίκτες τον καθάρισαν εντελώς"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

7. Remove all contents or possession from, or empty completely

  • "The boys cleaned the sandwich platters"
  • "The trees were cleaned of apples by the storm"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • strip

7. Αφαιρέστε όλα τα περιεχόμενα ή την κατοχή από ή αδειάστε εντελώς

  • "Τα αγόρια καθάρισαν τις πιατέλες με τα σάντουιτς"
  • "Τα δέντρα καθαρίστηκαν από τα μήλα από την καταιγίδα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • λωρίδα

8. Remove while making clean

  • "Clean the spots off the rug"
    synonym:
  • clean

8. Αφαιρέστε το ενώ το καθαρίζετε

  • "Καθαρίστε τα σημεία από το χαλί"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

9. Remove unwanted substances from

    synonym:
  • scavenge
  • ,
  • clean

9. Αφαιρέστε τις ανεπιθύμητες ουσίες από

    συνώνυμο:
  • απολέπιση
  • ,
  • καθαρός

10. Remove shells or husks from

  • "Clean grain before milling it"
    synonym:
  • clean

10. Αφαιρέστε τα κοχύλια ή τα φλοιούς από

  • "Καθαρό σιτάρι πριν το αλέσετε"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

adjective

1. Free from dirt or impurities

  • Or having clean habits
  • "Children with clean shining faces"
  • "Clean white shirts"
  • "Clean dishes"
  • "A spotlessly clean house"
  • "Cats are clean animals"
    synonym:
  • clean

1. Απαλλαγμένο από βρωμιά ή ακαθαρσίες

  • Ή να έχεις καθαρές συνήθειες
  • "Παιδιά με καθαρά λαμπερά πρόσωπα"
  • "Καθαρά λευκά πουκάμισα"
  • "Καθαρά πιάτα"
  • "Ένα πεντακάθαρο σπίτι"
  • "Οι γάτες είναι καθαρά ζώα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

2. Free of restrictions or qualifications

  • "A clean bill of health"
  • "A clear winner"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • clear

2. Χωρίς περιορισμούς ή προσόντα

  • "Ένας καθαρός λογαριασμός υγείας"
  • "Ένας ξεκάθαρος νικητής"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • σαφής

3. (of sound or color) free from anything that dulls or dims

  • "Efforts to obtain a clean bass in orchestral recordings"
  • "Clear laughter like a waterfall"
  • "Clear reds and blues"
  • "A light lilting voice like a silver bell"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • clear
  • ,
  • light
  • ,
  • unclouded

3. (ήχου ή χρώματος) απαλλαγμένο από οτιδήποτε θαμπώνει ή θαμπώνει

  • "Προσπάθειες για απόκτηση καθαρού μπάσου σε ορχηστρικές ηχογραφήσεις"
  • "Καθαρό γέλιο σαν καταρράκτης"
  • "Καθαρά κόκκινα και μπλε"
  • "Μια ελαφριά φωνή σαν ασημένιο κουδούνι"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • σαφής
  • ,
  • φως
  • ,
  • ασύννεφο

4. Free from impurities

  • "Clean water"
  • "Fresh air"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • fresh

4. Απαλλαγμένο από ακαθαρσίες

  • "Καθαρό νερό"
  • "Φρέσκος αέρας"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • φρέσκος

5. (of a record) having no marks of discredit or offense

  • "A clean voting record"
  • "A clean driver's license"
    synonym:
  • clean

5. (ενός αρχείου) που δεν έχει σημάδια απαξίωσης ή προσβολής

  • "Ένα καθαρό ρεκόρ ψηφοφορίας"
  • "Μια καθαρή άδεια οδήγησης"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

6. Ritually clean or pure

    synonym:
  • clean

6. Τελετουργικά καθαρό ή αγνό

    συνώνυμο:
  • καθαρός

7. Not spreading pollution or contamination

  • Especially radioactive contamination
  • "A clean fuel"
  • "Cleaner and more efficient engines"
  • "The tactical bomb is reasonably clean"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • uncontaminating

7. Μη εξάπλωση ρύπανσης ή μόλυνσης

  • Ιδιαίτερα η ραδιενεργή μόλυνση
  • "Ένα καθαρό καύσιμο"
  • "Καθαρότεροι και αποδοτικότεροι κινητήρες"
  • "Η τακτική βόμβα είναι αρκετά καθαρή"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • αμόλυντοσ

8. (of behavior or especially language) free from objectionable elements

  • Fit for all observers
  • "Good clean fun"
  • "A clean joke"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • unobjectionable

8. (συμπεριφοράς ή ιδιαίτερα γλώσσας) απαλλαγμένη από απαράδεκτα στοιχεία

  • Κατάλληλο για όλους τους παρατηρητές
  • "Καλή καθαρή διασκέδαση"
  • "Ένα καθαρό αστείο"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • αναντίρρητοσ

9. Free from sepsis or infection

  • "A clean (or uninfected) wound"
    synonym:
  • uninfected
  • ,
  • clean

9. Απαλλαγμένο από σήψη ή μόλυνση

  • "Μια καθαρή (ή μη μολυσμένη) πληγή"
    συνώνυμο:
  • μη μολυσμένο
  • ,
  • καθαρός

10. Morally pure

  • "Led a clean life"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • clean-living

10. Ηθικά αγνός

  • "Οδήγησε μια καθαρή ζωή"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

11. (of a manuscript) having few alterations or corrections

  • "Fair copy"
  • "A clean manuscript"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • fair

11. (ενός χειρογράφου) που έχει λίγες τροποποιήσεις ή διορθώσεις

  • "Δίκαιο αντίγραφο"
  • "Ένα καθαρό χειρόγραφο"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • δίκαιος

12. (of a surface) not written or printed on

  • "Blank pages"
  • "Fill in the blank spaces"
  • "A clean page"
  • "Wide white margins"
    synonym:
  • blank
  • ,
  • clean
  • ,
  • white

12. (επιφάνειας) μη γραμμένο ή τυπωμένο

  • "Κενές σελίδες"
  • "Συμπληρώστε τα κενά κενά"
  • "Μια καθαρή σελίδα"
  • "Φαρδιά λευκά περιθώρια"
    συνώνυμο:
  • κενό
  • ,
  • καθαρός
  • ,
  • λευκό

13. Exhibiting or calling for sportsmanship or fair play

  • "A clean fight"
  • "A sporting solution of the disagreement"
  • "Sportsmanlike conduct"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • sporting
  • ,
  • sporty
  • ,
  • sportsmanlike

13. Έκθεση ή κλήση για αθλητικό πνεύμα ή δίκαιο παιχνίδι

  • "Ένας καθαρός αγώνας"
  • "Μια αθλητική λύση της διαφωνίας"
  • "Αθλητική συμπεριφορά"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • αθλητικός
  • ,
  • σπορ
  • ,
  • αθλητικόσ

14. Without difficulties or problems

  • "A clean test flight"
    synonym:
  • clean

14. Χωρίς δυσκολίες ή προβλήματα

  • "Μια καθαρή δοκιμαστική πτήση"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

15. Thorough and without qualification

  • "A clean getaway"
  • "A clean sweep"
  • "A clean break"
    synonym:
  • clean

15. Εμπεριστατωμένο και χωρίς προσόντα

  • "Μια καθαρή απόδραση"
  • "Ένα καθαρό σκούπισμα"
  • "Ένα καθαρό διάλειμμα"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

16. Not carrying concealed weapons

    synonym:
  • clean

16. Δεν κουβαλάω κρυμμένα όπλα

    συνώνυμο:
  • καθαρός

17. Free from clumsiness

  • Precisely or deftly executed
  • "He landed a clean left on his opponent's cheek"
  • "A clean throw"
  • "The neat exactness of the surgeon's knife"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • neat

17. Απαλλαγμένο από αδεξιότητα

  • Εκτελεσμένο με ακρίβεια ή επιδεξιότητα
  • "Προσγειώθηκε καθαρά αριστερά στο μάγουλο του αντιπάλου του"
  • "Μια καθαρή ρίψη"
  • "Η τακτοποιημένη ακρίβεια του μαχαιριού του χειρουργού"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • τακτοποιημένο

18. Free of drugs

  • "After a long dependency on heroin she has been clean for 4 years"
    synonym:
  • clean

18. Χωρίς ναρκωτικά

  • "Μετά από μακρά εξάρτηση από την ηρωίνη είναι καθαρή εδώ και 4 χρόνια"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

adverb

1. Completely

  • Used as intensifiers
  • "Clean forgot the appointment"
  • "I'm plumb (or plum) tuckered out"
    synonym:
  • clean
  • ,
  • plumb
  • ,
  • plum

1. Εντελώς

  • Χρησιμοποιείται ως ενισχυτές
  • "Ο καθαρός ξέχασε το ραντεβού"
  • "Είμαι βαρέλι (ή δαμάσκηνο) τσακισμένος"
    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • βαρίδι
  • ,
  • δαμάσκηνο

2. In conformity with the rules or laws and without fraud or cheating

  • "They played fairly"
    synonym:
  • fairly
  • ,
  • fair
  • ,
  • clean

2. Σύμφωνα με τους κανόνες ή τους νόμους και χωρίς απάτη ή εξαπάτηση

  • "Έπαιξαν δίκαια"
    συνώνυμο:
  • δίκαια
  • ,
  • δίκαιος
  • ,
  • καθαρός

Examples of using

We have to clean the whole beach.
Πρέπει να καθαρίσουμε όλη την παραλία.
Next year we have to clean the whole beach.
Του χρόνου πρέπει να καθαρίσουμε όλη την παραλία.
Rats also have a function. They help to clean the pipes.
Οι αρουραίοι έχουν επίσης μια λειτουργία. Βοηθούν στον καθαρισμό των σωλήνων.