Translation meaning & definition of the word "claw" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νύχι" στην ελληνική γλώσσα
Claw
[Νύχι]noun
1. Sharp curved horny process on the toe of a bird or some mammals or reptiles
- synonym:
- claw
1. Αιχμηρή καμπύλη καυλωμένη διαδικασία στο δάκτυλο ενός πουλιού ή μερικών θηλαστικών ή ερπετών
- συνώνυμο:
- νύχι
2. A mechanical device that is curved or bent to suspend or hold or pull something
- synonym:
- hook ,
- claw
2. Μια μηχανική συσκευή που είναι κυρτή ή λυγισμένη για να αναστείλει ή να κρατήσει ή να τραβήξει κάτι
- συνώνυμο:
- γάντζος ,
- νύχι
3. A grasping structure on the limb of a crustacean or other arthropods
- synonym:
- claw ,
- chela ,
- nipper ,
- pincer
3. Μια αρπακτική δομή στο άκρο ενός καρκινοειδούς ή άλλων αρθροπόδων
- συνώνυμο:
- νύχι ,
- τσέλα ,
- νεπ ,
- παρακινδυνευτήσ
4. A bird's foot
- synonym:
- claw
4. Το πόδι ενός πουλιού
- συνώνυμο:
- νύχι
verb
1. Move as if by clawing, seizing, or digging
- "They clawed their way to the top of the mountain"
- synonym:
- claw
1. Μετακινήστε σαν να νύχι, κατάσχεση, ή σκάψιμο
- "Κατευθύνθηκαν προς την κορυφή του βουνού"
- συνώνυμο:
- νύχι
2. Clutch as if in panic
- "She clawed the doorknob"
- synonym:
- claw
2. Συμπλέκτης σαν να πανικοβάλλεται
- "Νύχιασε το πόμολο"
- συνώνυμο:
- νύχι
3. Scratch, scrape, pull, or dig with claws or nails
- synonym:
- claw
3. Γρατσουνιά, ξύστε, τραβήξτε ή σκάψτε με τα νύχια ή τα νύχια
- συνώνυμο:
- νύχι
4. Attack as if with claws
- "The politician clawed his rival"
- synonym:
- claw
4. Επίθεση σαν να είναι με τα νύχια
- "Ο πολιτικός νίκησε τον αντίπαλό του"
- συνώνυμο:
- νύχι