Translation meaning & definition of the word "classification" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξινόμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Classification
[Ταξινόμηση]/klæsəfəkeʃən/
noun
1. The act of distributing things into classes or categories of the same type
- synonym:
- categorization ,
- categorisation ,
- classification ,
- compartmentalization ,
- compartmentalisation ,
- assortment
1. Η πράξη της διανομής των πραγμάτων σε κατηγορίες ή κατηγορίες του ίδιου τύπου
- συνώνυμο:
- κατηγοριοποίηση ,
- ταξινόμηση ,
- διαμερισματοποίηση ,
- ποικιλία
2. A group of people or things arranged by class or category
- synonym:
- classification ,
- categorization ,
- categorisation
2. Μια ομάδα ανθρώπων ή πραγμάτων που οργανώνονται ανά τάξη ή κατηγορία
- συνώνυμο:
- ταξινόμηση ,
- κατηγοριοποίηση
3. The basic cognitive process of arranging into classes or categories
- synonym:
- classification ,
- categorization ,
- categorisation ,
- sorting
3. Η βασική γνωστική διαδικασία της διευθέτησης σε τάξεις ή κατηγορίες
- συνώνυμο:
- ταξινόμηση ,
- κατηγοριοποίηση
4. Restriction imposed by the government on documents or weapons that are available only to certain authorized people
- synonym:
- classification
4. Περιορισμός που επιβάλλεται από την κυβέρνηση σε έγγραφα ή όπλα που είναι διαθέσιμα μόνο σε ορισμένους εξουσιοδοτημένους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- ταξινόμηση