Translation meaning & definition of the word "classic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλασική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Classic
[Κλασικό]/klæsɪk/
noun
1. A creation of the highest excellence
- synonym:
- classic
1. Δημιουργία της υψηλότερης αριστείας
- συνώνυμο:
- κλασικό
2. An artist who has created classic works
- synonym:
- classic
2. Ένας καλλιτέχνης που δημιούργησε κλασικά έργα
- συνώνυμο:
- κλασικό
adjective
1. Of recognized authority or excellence
- "The definitive work on greece"
- "Classical methods of navigation"
- synonym:
- authoritative ,
- classical ,
- classic ,
- definitive
1. Αναγνωρισμένη αρχή ή αριστεία
- "Το οριστικό έργο για την ελλάδα"
- "Κλασικές μέθοδοι πλοήγησης"
- συνώνυμο:
- έγκυρος ,
- κλασική ,
- κλασικό ,
- οριστικός
2. Of or relating to the most highly developed stage of an earlier civilisation and its culture
- "Classic cinese pottery"
- synonym:
- classical ,
- classic
2. Από ή σχετίζονται με το πιο ανεπτυγμένο στάδιο ενός προηγούμενου πολιτισμού και του πολιτισμού του
- "Κλασική κινέζικη κεραμική"
- συνώνυμο:
- κλασική ,
- κλασικό
3. Of or pertaining to or characteristic of the ancient greek and roman cultures
- "Classical mythology"
- "Classical
- synonym:
- classical ,
- classic ,
- Greco-Roman ,
- Graeco-Roman ,
- Hellenic
3. Από ή που σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών πολιτισμών
- "Κλασική μυθολογία"
- "Κλασικόσ
- συνώνυμο:
- κλασική ,
- κλασικό ,
- Ελληνορωμαϊκή ,
- Γκρακο-Ρωμαϊκή ,
- Ελληνικά