Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "clarify" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διευκρίνιση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Clarify

[Διευκρινίζω]
/klɛrəfaɪ/

verb

1. Make clear and (more) comprehensible

  • "Clarify the mystery surrounding her death"
    synonym:
  • clarify
  • ,
  • clear up
  • ,
  • elucidate

1. Κάντε σαφές και (περισσότερο) κατανοητό

  • "Διευκρινίστε το μυστήριο που περιβάλλει το θάνατό της"
    συνώνυμο:
  • διευκρινίζω
  • ,
  • ξεκαθαρίζω
  • ,
  • διαλυκιδωμένο

2. Make clear by removing impurities or solids, as by heating

  • "Clarify the butter"
  • "Clarify beer"
    synonym:
  • clarify

2. Καταστήστε σαφές με την αφαίρεση των ακαθαρσιών ή των στερεών, όπως με τη θέρμανση

  • "Καθαρίστε το βούτυρο"
  • "Αποσαφηνίστε την μπύρα"
    συνώνυμο:
  • διευκρινίζω