Translation meaning & definition of the word "clap" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλαπ" στην ελληνική γλώσσα
Clap
[Χτύπημα]noun
1. A sudden very loud noise
- synonym:
- bang ,
- clap ,
- eruption ,
- blast ,
- bam
1. Ένας ξαφνικός πολύ δυνατός θόρυβος
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- χτύπημα ,
- έκρηξη ,
- μπαμ
2. A common venereal disease caused by the bacterium neisseria gonorrhoeae
- Symptoms are painful urination and pain around the urethra
- synonym:
- gonorrhea ,
- gonorrhoea ,
- clap
2. Μια κοινή αφροδίσια νόσος που προκαλείται από το βακτήριο νεισερία γονόρροιες
- Τα συμπτώματα είναι επώδυνη ούρηση και πόνος γύρω από την ουρήθρα
- συνώνυμο:
- γονόρροια ,
- χτύπημα
3. A sharp abrupt noise as if two objects hit together
- May be repeated
- synonym:
- clack ,
- clap
3. Ένας απότομος απότομος θόρυβος σαν δύο αντικείμενα να χτυπούν μαζί
- Μπορεί να επαναληφθεί
- συνώνυμο:
- κλακ ,
- χτύπημα
verb
1. Put quickly or forcibly
- "The judge clapped him in jail"
- synonym:
- clap
1. Βάλτε γρήγορα ή βίαια
- "Ο δικαστής τον χτύπησε στη φυλακή"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
2. Cause to strike the air in flight
- "The big bird clapped its wings"
- synonym:
- clap
2. Αιτία να χτυπήσει τον αέρα κατά την πτήση
- "Το μεγάλο πουλί χτύπησε τα φτερά του"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
3. Clap one's hands or shout after performances to indicate approval
- synonym:
- applaud ,
- clap ,
- spat ,
- acclaim
3. Χτυπήστε τα χέρια ή φωνάξτε μετά από παραστάσεις για να υποδείξετε την έγκριση
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- χτύπημα ,
- πατώ ,
- αναγνωρίζω
4. Clap one's hands together
- "The children were clapping to the music"
- synonym:
- clap ,
- spat
4. Χτυπήστε τα χέρια κάποιου μαζί
- "Τα παιδιά χειροκροτούσαν τη μουσική"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- πατώ
5. Strike the air in flight
- "The wings of the birds clapped loudly"
- synonym:
- clap
5. Χτυπήστε τον αέρα κατά την πτήση
- "Τα φτερά των πουλιών χτυπούσαν δυνατά"
- συνώνυμο:
- χτύπημα
6. Strike with the flat of the hand
- Usually in a friendly way, as in encouragement or greeting
- synonym:
- clap
6. Χτυπήστε με το διαμέρισμα του χεριού
- Συνήθως με φιλικό τρόπο, όπως στην ενθάρρυνση ή το χαιρετισμό
- συνώνυμο:
- χτύπημα
7. Strike together so as to produce a sharp percussive noise
- "Clap two boards together"
- synonym:
- clap
7. Χτυπήστε μαζί για να παράγετε έναν απότομο κρουστό θόρυβο
- "Συνδέστε δύο πίνακες μαζί"
- συνώνυμο:
- χτύπημα