Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "clap" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλαπ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Clap

[Χτύπημα]
/klæp/

noun

1. A sudden very loud noise

    synonym:
  • bang
  • ,
  • clap
  • ,
  • eruption
  • ,
  • blast
  • ,
  • bam

1. Ένας ξαφνικός πολύ δυνατός θόρυβος

    συνώνυμο:
  • μπανγκ
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • έκρηξη
  • ,
  • μπαμ

2. A common venereal disease caused by the bacterium neisseria gonorrhoeae

  • Symptoms are painful urination and pain around the urethra
    synonym:
  • gonorrhea
  • ,
  • gonorrhoea
  • ,
  • clap

2. Μια κοινή αφροδίσια νόσος που προκαλείται από το βακτήριο νεισερία γονόρροιες

  • Τα συμπτώματα είναι επώδυνη ούρηση και πόνος γύρω από την ουρήθρα
    συνώνυμο:
  • γονόρροια
  • ,
  • χτύπημα

3. A sharp abrupt noise as if two objects hit together

  • May be repeated
    synonym:
  • clack
  • ,
  • clap

3. Ένας απότομος απότομος θόρυβος σαν δύο αντικείμενα να χτυπούν μαζί

  • Μπορεί να επαναληφθεί
    συνώνυμο:
  • κλακ
  • ,
  • χτύπημα

verb

1. Put quickly or forcibly

  • "The judge clapped him in jail"
    synonym:
  • clap

1. Βάλτε γρήγορα ή βίαια

  • "Ο δικαστής τον χτύπησε στη φυλακή"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

2. Cause to strike the air in flight

  • "The big bird clapped its wings"
    synonym:
  • clap

2. Αιτία να χτυπήσει τον αέρα κατά την πτήση

  • "Το μεγάλο πουλί χτύπησε τα φτερά του"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

3. Clap one's hands or shout after performances to indicate approval

    synonym:
  • applaud
  • ,
  • clap
  • ,
  • spat
  • ,
  • acclaim

3. Χτυπήστε τα χέρια ή φωνάξτε μετά από παραστάσεις για να υποδείξετε την έγκριση

    συνώνυμο:
  • χαιρετώ
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • πατώ
  • ,
  • αναγνωρίζω

4. Clap one's hands together

  • "The children were clapping to the music"
    synonym:
  • clap
  • ,
  • spat

4. Χτυπήστε τα χέρια κάποιου μαζί

  • "Τα παιδιά χειροκροτούσαν τη μουσική"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα
  • ,
  • πατώ

5. Strike the air in flight

  • "The wings of the birds clapped loudly"
    synonym:
  • clap

5. Χτυπήστε τον αέρα κατά την πτήση

  • "Τα φτερά των πουλιών χτυπούσαν δυνατά"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

6. Strike with the flat of the hand

  • Usually in a friendly way, as in encouragement or greeting
    synonym:
  • clap

6. Χτυπήστε με το διαμέρισμα του χεριού

  • Συνήθως με φιλικό τρόπο, όπως στην ενθάρρυνση ή το χαιρετισμό
    συνώνυμο:
  • χτύπημα

7. Strike together so as to produce a sharp percussive noise

  • "Clap two boards together"
    synonym:
  • clap

7. Χτυπήστε μαζί για να παράγετε έναν απότομο κρουστό θόρυβο

  • "Συνδέστε δύο πίνακες μαζί"
    συνώνυμο:
  • χτύπημα