Translation meaning & definition of the word "clamp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφιγκτήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clamp
[Σφιγκτήρασ]/klæmp/
noun
1. A device (generally used by carpenters) that holds things firmly together
- synonym:
- clamp ,
- clinch
1. Μια συσκευή (γενικά χρησιμοποιείται από ξυλουργούς) που κρατά τα πράγματα σταθερά μαζί
- συνώνυμο:
- σφιγκτήρας ,
- στερεό
verb
1. Fasten or fix with a clamp
- "Clamp the chair together until the glue has hardened"
- synonym:
- clamp
1. Στερεώστε ή στερεώστε με ένα σφιγκτήρα
- "Σφίξτε την καρέκλα μαζί μέχρι να σκληρύνει η κόλλα"
- συνώνυμο:
- σφιγκτήρας
2. Impose or inflict forcefully
- "The military government clamped a curfew onto the capital"
- synonym:
- clamp
2. Επιβάλλει ή προκαλεί δυναμικά
- "Η στρατιωτική κυβέρνηση έσφιξε μια απαγόρευση κυκλοφορίας στην πρωτεύουσα"
- συνώνυμο:
- σφιγκτήρας