Translation meaning & definition of the word "clamor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κλαμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clamor
[Κλαμαρ]/klæmər/
noun
1. A loud harsh or strident noise
- synonym:
- blare ,
- blaring ,
- cacophony ,
- clamor ,
- din
1. Ένας δυνατός σκληρός ή απότομος θόρυβος
- συνώνυμο:
- αποτυγχάνω ,
- αναταράξεισ ,
- κακοφωνία ,
- κραυγή ,
- τιν
2. Loud and persistent outcry from many people
- "He ignored the clamor of the crowd"
- synonym:
- clamor ,
- clamoring ,
- clamour ,
- clamouring ,
- hue and cry
2. Δυνατή και επίμονη κατακραυγή από πολλούς ανθρώπους
- "Αγνόησε την κραυγή του πλήθους"
- συνώνυμο:
- κραυγή ,
- κλαίω ,
- παραπονιέμαι ,
- απόχρωση και κλάμα
verb
1. Make loud demands
- "He clamored for justice and tolerance"
- synonym:
- clamor ,
- clamour
1. Κάνω δυνατές απαιτήσεις
- "Φώναξε για δικαιοσύνη και ανοχή"
- συνώνυμο:
- κραυγή
2. Utter or proclaim insistently and noisily
- "The delegates clamored their disappointment"
- synonym:
- clamor ,
- clamour
2. Προφέρετε ή διακηρύσσετε επίμονα και θορυβωδώς
- "Οι αντιπρόσωποι φώναξαν την απογοήτευσή τους"
- συνώνυμο:
- κραυγή
3. Compel someone to do something by insistent clamoring
- "They clamored the mayor into building a new park"
- synonym:
- clamor
3. Υποχρεώστε κάποιον να κάνει κάτι με επίμονη κραυγή
- "Κλείνουν τον δήμαρχο στην κατασκευή ενός νέου πάρκου"
- συνώνυμο:
- κραυγή