Translation meaning & definition of the word "clam" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλαμ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clam
[Κλαμ]/klæm/
noun
1. Burrowing marine mollusk living on sand or mud
- The shell closes with viselike firmness
- synonym:
- clam
1. Αναβλύζει θαλάσσιο μαλάκιο που ζει στην άμμο ή τη λάσπη
- Το κέλυφος κλείνει με απαλή σταθερότητα
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
2. A piece of paper money worth one dollar
- synonym:
- dollar ,
- dollar bill ,
- one dollar bill ,
- buck ,
- clam
2. Ένα κομμάτι χαρτονομίσματος αξίζει ένα δολάριο
- συνώνυμο:
- δολάριο ,
- λογαριασμός δολαρίου ,
- λογαριασμός ενός δολαρίου ,
- παραπάνω ,
- παραπονιέμαι
3. Flesh of either hard-shell or soft-shell clams
- synonym:
- clam
3. Σάρκα είτε από σκληρό κέλυφος είτε από μαλακό κέλυφος
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι
verb
1. Gather clams, by digging in the sand by the ocean
- synonym:
- clam
1. Συγκεντρώστε τις αχιβάδες, σκάβοντας στην άμμο δίπλα στον ωκεανό
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι