Translation meaning & definition of the word "clairvoyant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κουράνι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clairvoyant
[Διορατική]/klɛrvɔɪənt/
noun
1. Someone who has the power of clairvoyance
- synonym:
- clairvoyant
1. Κάποιος που έχει τη δύναμη της διόρασης
- συνώνυμο:
- διορατικός
adjective
1. Perceiving things beyond the natural range of the senses
- synonym:
- clairvoyant
1. Αντιλαμβάνονται τα πράγματα πέρα από το φυσικό εύρος των αισθήσεων
- συνώνυμο:
- διορατικός
2. Foreseeing the future
- synonym:
- clairvoyant ,
- precognitive ,
- second-sighted
2. Προβλέποντας το μέλλον
- συνώνυμο:
- διορατικός ,
- προγνωστικόσ ,
- προφητευόμενοσ
Examples of using
Can a person who's blind in their own house become clairvoyant at the bazaar?
Μπορεί ένα άτομο που είναι τυφλό στο σπίτι του να γίνει διορατικό στο παζάρι?