Translation meaning & definition of the word "clad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φορτίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Clad
[Ντάντ]/klæd/
adjective
1. Wearing or provided with clothing
- Sometimes used in combination
- "Clothed and in his right mind"- bible
- "Proud of her well-clothed family"
- "Nurses clad in white"
- "White-clad nurses"
- synonym:
- clothed ,
- clad
1. Φορώντας ή παρέχονται με ρούχα
- Μερικές φορές χρησιμοποιείται σε συνδυασμό
- "Κλεισμένο και στο σωστό του μυαλό" - βίβλος
- "Περήφανη για την πολύ καλά διαμορφωμένη οικογένειά της"
- "Νεράιδες ντυμένες σε λευκό"
- "Νοσοκόμες λευκής περιουσίας"
- συνώνυμο:
- ντυμένο ,
- επενδυμένοσ
2. Having an outer covering especially of thin metal
- "Steel-clad"
- "Armor-clad"
- synonym:
- clad
2. Έχοντας ένα εξωτερικό κάλυμμα ειδικά από λεπτό μέταλλο
- "Χάλυβας-κλειδί"
- "Παρμπρίζ-κλειδί"
- συνώνυμο:
- επενδυμένοσ