Translation meaning & definition of the word "civilized" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Civilized
[Πολιτισμένο]/sɪvəlaɪzd/
adjective
1. Having a high state of culture and development both social and technological
- "Terrorist acts that shocked the civilized world"
- synonym:
- civilized ,
- civilised
1. Έχοντας μια υψηλή κατάσταση του πολιτισμού και της ανάπτυξης τόσο κοινωνική όσο και τεχνολογική
- "Τρομοκρατικές ενέργειες που συγκλόνισαν τον πολιτισμένο κόσμο"
- συνώνυμο:
- πολιτισμένος ,
- πολιτισμένο
2. Marked by refinement in taste and manners
- "Cultivated speech"
- "Cultured bostonians"
- "Cultured tastes"
- "A genteel old lady"
- "Polite society"
- synonym:
- civilized ,
- civilised ,
- cultivated ,
- cultured ,
- genteel ,
- polite
2. Χαρακτηρίζεται από φινέτσα στη γεύση και τους τρόπους
- "Καλλιεργημένη ομιλία"
- "Καλλιεργημένοι βοστώνη"
- "Καλλιεργημένες γεύσεις"
- "Μια ευγενική γριά"
- "Κοινωνία της πολιτείας"
- συνώνυμο:
- πολιτισμένος ,
- πολιτισμένο ,
- καλλιεργημένο ,
- καλλιέργεια ,
- ευγενήσ ,
- ευγενικόσ
Examples of using
All civilized countries are against war.
Όλες οι πολιτισμένες χώρες είναι ενάντια στον πόλεμο.