Translation meaning & definition of the word "civilize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Civilize
[Πολιτίζω]/sɪvəlaɪz/
verb
1. Teach or refine to be discriminative in taste or judgment
- "Cultivate your musical taste"
- "Train your tastebuds"
- "She is well schooled in poetry"
- synonym:
- educate ,
- school ,
- train ,
- cultivate ,
- civilize ,
- civilise
1. Διδάξτε ή βελτιώστε να κάνετε διακρίσεις στη γεύση ή την κρίση
- "Καλλιεργήστε τη μουσική σας γεύση"
- "Στραγγίξτε τα μπουμπούκια" σας"
- "Είναι καλά εκπαιδευμένη στην ποίηση"
- συνώνυμο:
- εκπαιδεύω ,
- σχολείο ,
- τρένο ,
- καλλιεργώ ,
- εκπολιτίζω
2. Raise from a barbaric to a civilized state
- "The wild child found wandering in the forest was gradually civilized"
- synonym:
- civilize ,
- civilise
2. Ανέβασε από ένα βάρβαρο σε ένα πολιτισμένο κράτος
- "Το άγριο παιδί που βρέθηκε να περιπλανιέται στο δάσος ήταν σταδιακά πολιτισμένο"
- συνώνυμο:
- εκπολιτίζω