Translation meaning & definition of the word "civilization" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Civilization
[Πολιτισμός]/sɪvəlɪzeʃən/
noun
1. A society in an advanced state of social development (e.g., with complex legal and political and religious organizations)
- "The people slowly progressed from barbarism to civilization"
- synonym:
- civilization ,
- civilisation
1. Μια κοινωνία σε προχωρημένη κατάσταση κοινωνικής ανάπτυξης (π.χ., με σύνθετες νομικές και πολιτικές και θρησκευτικές οργανώσεις)
- "Οι άνθρωποι προχώρησαν αργά από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
2. The social process whereby societies achieve an advanced stage of development and organization
- synonym:
- civilization ,
- civilisation
2. Η κοινωνική διαδικασία με την οποία οι κοινωνίες επιτυγχάνουν ένα προηγμένο στάδιο ανάπτυξης και οργάνωσης
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
3. A particular society at a particular time and place
- "Early mayan civilization"
- synonym:
- culture ,
- civilization ,
- civilisation
3. Μια συγκεκριμένη κοινωνία σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο
- "Αρχές πολιτισμός των μάγια"
- συνώνυμο:
- πολιτισμός
4. The quality of excellence in thought and manners and taste
- "A man of intellectual refinement"
- "He is remembered for his generosity and civilization"
- synonym:
- refinement ,
- civilization ,
- civilisation
4. Η ποιότητα της αριστείας στη σκέψη και τους τρόπους και τη γεύση
- "Ένας άνθρωπος της πνευματικής φινέτσας"
- "Θυμάται για τη γενναιοδωρία και τον πολιτισμό του"
- συνώνυμο:
- βελτίωση ,
- πολιτισμός
Examples of using
Greece was the cradle of western civilization.
Η Ελλάδα ήταν το λίκνο του δυτικού πολιτισμού.
Modern civilization is founded on science and education.
Ο σύγχρονος πολιτισμός βασίζεται στην επιστήμη και την εκπαίδευση.
The degree of civilization in a society can be judged by entering its prisons.
Ο βαθμός του πολιτισμού σε μια κοινωνία μπορεί να κριθεί με την είσοδο στις φυλακές της.