Translation meaning & definition of the word "civic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Civic
[Πολιτικόσ]/sɪvɪk/
adjective
1. Of or relating or belonging to a city
- "Civic center"
- "Civic problems"
- synonym:
- civic
1. Από ή σχετίζονται ή ανήκουν σε μια πόλη
- "Πολιτικό κέντρο"
- "Πολιτικά προβλήματα"
- συνώνυμο:
- πολιτικόσ
2. Of or relating to or befitting citizens as individuals
- "Civil rights"
- "Civil liberty"
- "Civic duties"
- "Civic pride"
- synonym:
- civil ,
- civic
2. Από ή σχετίζονται με πολίτες ή που τοποθετούνται ως άτομα
- "Πολιτικά δικαιώματα"
- "Πολιτική ελευθερία"
- "Πολιτικά καθήκοντα"
- "Πολιτική υπερηφάνεια"
- συνώνυμο:
- αστικός ,
- πολιτικόσ