Translation meaning & definition of the word "citizenship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Citizenship
[Ιθαγένεια]/sɪtɪzənʃɪp/
noun
1. The status of a citizen with rights and duties
- synonym:
- citizenship
1. Το καθεστώς ενός πολίτη με δικαιώματα και καθήκοντα
- συνώνυμο:
- ιθαγένεια
2. Conduct as a citizen
- "Award for good citizenship"
- synonym:
- citizenship
2. Συμπεριφορά ως πολίτης
- "Αγάπη για καλή υπηκοότητα"
- συνώνυμο:
- ιθαγένεια
Examples of using
I can't believe he renounced his U.S. citizenship.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αποκήρυξε την αμερικανική υπηκοότητα.
He acquired American citizenship.
Απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.