Translation meaning & definition of the word "citizenry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιτισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Citizenry
[Πολιτισμός]/sɪtɪzənri/
noun
1. The body of citizens of a state or country
- "The spanish people"
- synonym:
- citizenry ,
- people
1. Το σώμα των πολιτών ενός κράτους ή μιας χώρας
- "Ο ισπανικός λαός"
- συνώνυμο:
- πολίτησ ,
- άνθρωποι