Translation meaning & definition of the word "citadel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρόπολη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Citadel
[Ακρόπολη]/sɪtədɛl/
noun
1. A stronghold into which people could go for shelter during a battle
- synonym:
- bastion ,
- citadel
1. Ένα φρούριο στο οποίο οι άνθρωποι μπορούσαν να πάνε για καταφύγιο κατά τη διάρκεια μιας μάχης
- συνώνυμο:
- προμαχώνας ,
- ακρόπολη