Translation meaning & definition of the word "circumvent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίφημο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Circumvent
[Περίφημος]/sərkəmvɛnt/
verb
1. Surround so as to force to give up
- "The turks besieged vienna"
- synonym:
- besiege ,
- beleaguer ,
- surround ,
- hem in ,
- circumvent
1. Περιβάλλει έτσι ώστε να αναγκάσει να εγκαταλείψει
- "Οι τούρκοι πολιόρκησαν τη βιέννη"
- συνώνυμο:
- πολιορκώ ,
- πολυλογάσ ,
- περιβάλλω ,
- στρίφω ,
- παράκαμψη
2. Beat through cleverness and wit
- "I beat the traffic"
- "She outfoxed her competitors"
- synonym:
- outwit ,
- overreach ,
- outsmart ,
- outfox ,
- beat ,
- circumvent
2. Χτυπήστε μέσα από την εξυπνάδα και το πνεύμα
- "Νίκησα την κίνηση"
- "Απελευθέρωσε τους ανταγωνιστές της"
- συνώνυμο:
- εξωθώ ,
- υπερβολική ,
- εξωτερική ,
- ευλογιά ,
- νικητής ,
- παράκαμψη
3. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)
- "He dodged the issue"
- "She skirted the problem"
- "They tend to evade their responsibilities"
- "He evaded the questions skillfully"
- synonym:
- hedge ,
- fudge ,
- evade ,
- put off ,
- circumvent ,
- parry ,
- elude ,
- skirt ,
- dodge ,
- duck ,
- sidestep
3. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)
- "Απέφυγε το θέμα"
- "Απέφυγε το πρόβλημα"
- "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
- "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- φουντίγκα ,
- αποφεύγω ,
- απογειώνομαι ,
- παράκαμψη ,
- παραπλεύρωση ,
- διαφεύγω ,
- φούστα ,
- πάπια ,
- παρακάτω